Γυρίζω σπίτι κάτι νύχτες σαν αυτή -με ενέργεια υπό του μηδενός λόγω καθημερινότητας κι υποχρεώσεων- και το μόνο που έχω ανάγκη είναι λίγες στιγμές. Λίγες στιγμές για μένα και για όσα κρατάει το ξερό μου το κεφάλι χαλιναγωγημένα -όσο γίνεται- καθώς προσπαθώ να προσαρμοστώ κατά τη διάρκεια της μέρας στην πραγματικότητα. Επιστρέφω σπίτι, που λες, κάτι βραδιά σαν αυτό, έχοντας βιώσει πρώτα την απόλυτη απομύζηση της συναισθηματικής και πνευματικής μου υπόστασης λόγω ρεαλισμού. Τότε μου σκάνε τα πάντα μου μαζεμένα σαν χείμαρρος ο οποίος μόλις κατάφερε να σπάσει το φράγμα.

Είναι ο χείμαρρος των συναισθημάτων μου. Ο χείμαρρος των επιθυμιών μου. Των απωθημένων μου. Είναι ο χείμαρρος της δικής μου αλήθειας. Ο δικός μου χείμαρρος που κατάφερε να σπάσει το φράγμα των συμβάσεων. Δυστυχώς, μέσα σε αυτόν τον χείμαρρο, κάπου υπάρχεις ακόμη κι εσύ. Υπάρχεις ακόμη ως ο άνθρωπος που αγάπησα κι ερωτεύτηκα κάποτε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Λόγω όλων των παραπάνω αποφάσισα απόψε να γράψω πέντε σκέψεις για σένα κι ας μην το αξίζεις ούτε στο ελάχιστο πια. Τουλάχιστον με βάση όσα έχεις επιλέξει να αντιπροσωπεύεις στα μάτια μου στο παρόν.

Έτσι, για να ξορκίσω, αν θέλεις, όλα εκείνα που δε θα είχαμε ποτέ τα κότσια καμία από τις δυο μας να παραδεχτούμε πλέον ανοιχτά. Έτσι, για να αποδείξω, αν θέλεις, στον εαυτό μου πάνω απ’ όλα, ότι εγώ έχω πια το θάρρος να υποστηρίξω στο μέγιστο κάθε κομμάτι της ύπαρξής μου. Που λες, κορίτσι μου, τώρα που σου «μιλάω» βρίσκομαι σε ένα σημείο της ζωής μου όπου όλα τα ρεαλιστικά κομμάτια της πραγματικότητας αυτού του κόσμου φρόντισα να τακτοποιηθούν όπως μου αξίζει κι όπως από πάντα θα μπορούσα να έχω τακτοποιήσει αν δε με είχα χάσει μέσα στον κυκεώνα των ακραίων συναισθημάτων που κάποτε μοιραστήκαμε εμείς οι δύο.

Γράφω απόψε για την τραγική ειρωνεία της ιστορίας μας, αφού με ερωτεύτηκες τότε αρρωστημένα έχοντας στο μυαλό σου όλα όσα είμαι πραγματικά. Τα οποία παρ‘ όλα αυτά – κι εκεί έγκειται η τραγική μας ειρωνεία – εγώ στην πορεία για έναν παρανοϊκό λόγο, έκανα τα πάντα για να σου τα διαψεύσω. Ερωτεύτηκες, βλέπεις εμένα, ενώ εγώ, από την άλλη, λόγω ακραίας αμοιβαιότητας που ως τότε μου ήταν άγνωστη στον έρωτα, πήγα κι έβγαλα τα μάτια μου από ανασφάλεια. Νόμιζα πως για να σε κρατήσω κοντά μου έπρεπε να μειώσω κατά πολύ τη φωτιά που καίει μέσα μου για να μην τρομάξεις. Κι ας ήταν αυτήν ακριβώς η φωτιά μου που σε έκανε να με ερωτευτείς.

Νόμιζα ότι για να σε κρατήσω κοντά μου έπρεπε να υποκύψω σε μια αλληλεξάρτηση που ως τότε η έλλειψη εμπιστοσύνης μου μού είχε υποδείξει ως αναγκαιότητα. Κι έτσι έχτισα κάτι άρρωστο πάνω στη δική σου ανάγκη να με κρατήσεις. Μια ανάγκη η οποία λόγω ανωριμότητας και των δύο, βασίστηκε σε εντελώς λανθασμένα βήματα και πρότυπα. Έγινα η κατάντια που δε θα μου επέτρεπα ποτέ να γίνω αν δε σε είχα γνωρίσει. Κι έτσι δικαίως σε έχασα. Έγινες αυτό που πίστευες πως θέλω να είσαι. Κι έτσι δικαίως σε έχασα. Κι έτσι δικαίως χαθήκαμε. Κατάπιαμε η μία την άλλη κυριολεκτικά, ώσπου καταλήξαμε ανίκανες να υποστηρίξουμε ακόμη και την απλή, αγνή, ανόθευτη αγάπη.

«Δε θέλω να χαθούμε ποτέ», έλεγες προ αμνημονεύτων ετών. Και το ένιωθες. «Ό,τι κι αν γίνει δε θέλω να σε χάσω», έλεγες. Κι ήταν αυτός σου ο φόβος μια από τις αιτίες που δεν αφέθηκες κατευθείαν σε όλα όσα γεννήθηκαν μεταξύ μας τότε. «Δε θέλω να σε χάσω», έλεγες. Και κάπως έτσι με έχασες. Και κάπως έτσι σε έχασα. Και κάπως έτσι σε έχασες. Μα – ω τι ειρωνεία όντως – κάπως έτσι τελικά εγώ ξαναβρήκα εμένα πιο ασταμάτητη από ποτέ.

Θα αναρωτιόταν ίσως κανείς γιατί, αφού είμαι πλέον σε πλήρη αρμονία με τον αληθινό εαυτό μου, σε σκέφτομαι ακόμη τόσο έντονα. Θέλεις να μάθεις τι θα απαντούσα; In your face, ειλικρινά, αφού δεν έχω πια κανέναν ενδοιασμό να παραδεχτώ οτιδήποτε δικό μου, θα σου πω τι θα απαντούσα:

Θα απαντούσα ότι σε σκέφτομαι ακόμη τόσο έντονα γιατί εγώ σε αγάπησα, σε αγαπάω και θα σε αγαπάω πάντα με όλη τη δύναμη της καρδιάς μου κορίτσι μου. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για σένα και για την απροσπέλαστη άρνηση που σου έχει επιβάλλει η δειλία σου. Γιατί όσο εσύ εθελοτυφλείς εγώ επιτέλους μπορώ τώρα πια να μιλάω ανοιχτά για την αμόλυντη αγάπη.

Τέλος πάντων. Πάμε παρακάτω.

Εσύ προχώρησες – ας πούμε – αγνώριστη, ευτυχισμένη και σε πλήρη άρνηση. Εγώ προχώρησα και προχωράω αγνώριστη, ως ο αληθινός εαυτός μου σε απόλυτη αποδοχή, με ασυγκράτητη ορμή και παρεξηγήσιμη αυτοπεποίθηση λόγω μιας αυτοεκτίμησης την οποία -thank God, thank universe, ή οτιδήποτε άλλο- υπήρχε ήδη μέσα μου εξαιτίας της αποδοχής που έλαβα στην πιο καίρια ηλικία από τους δικούς μου.

Για να καταλήξω, όμως, επιτέλους, κάπου – αν τα καταφέρω, καθώς νηφάλια δε με λες – ξέρεις τι προσπαθώ να σου πω απόψε τελικά;

Προσπαθώ να σου πω ότι ο κόσμος στην πλειοψηφία του είναι αιτιολογημένα σκaτά. Ότι η δική μας απόλυτη κι εκρηκτική αμοιβαιότητα δεν υπάρχει πουθενά εκεί έξω – κατά βάθος το νιώθεις κι εσύ ήδη. Ότι όσα μοιραστήκαμε εμείς οι δύο αυτοκαταστράφηκαν λόγω ανωριμότητας και μόνο. Ότι αυτό ήταν κρίμα. Ότι τώρα πια δεν έχει μάλλον νόημα. Μα πάνω απ’ όλα ότι εγώ εσένα σε αγαπάω και θα σε αγαπάω για πάντα. Γιατί αυτό είναι ίσως το μόνο που, ναι, έχει αληθινά σημασία.

Μπλέξαμε σε αυτό το ρεαλιστικό παραμύθι που καταπίνουμε με αφοπλιστική επιτυχία.

Όμως ξέρω ότι μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό και ό,τι και αν συμβεί εγώ για σένα θα είμαι – υποθέτω – πάντα εδώ λόγω αγάπης.

Γιατί έτσι έχω μάθει εγώ να αγαπάω. Σπάνια κι ανεπιστρεπτί, κορίτσι μου. Σπάνια κι ανεπιστρεπτί. Κορίτσι κάποτε «δικό μου».

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη