Όσα «ποτέ» κι αν έχεις βροντοφωνάξει πιθανότατα θα τα δεις να γίνονται σκόνη ακριβώς τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσεις πως ερωτεύτηκες πραγματικά. Πρόκειται για ένα κοινό μυστικό πια, που λίγο-πολύ οι περισσότεροι έχουμε ήδη βιώσει. Οι χαλαροί τσιτώνονται, οι άνετοι αγχώνονται, οι κυνικοί βασανίζονται προσπαθώντας να μην ξεμπροστιαστούν, οι συναισθηματικοί το ζουν στα άκρα. Ακόμη κι αν είσαι από εκείνους που γουστάρουν τις χαλαρές καταστάσεις, λοιπόν, μόλις κεραυνοβοληθείς χωρίς ίχνος αμφιβολίας τότε είναι που θα γνωρίσεις και την άλλη σου πλευρά. Εκείνη που κρυφά μέσα της θα θέλει εκείνον τον έναν άνθρωπο μόνο για πάρτη σου.
Φυσικά και υπάρχουν άνθρωποι που όσο κι αν ερωτευτούν παραμένουν στο παράλληλο σύμπαν της χαλαρότητας, συνάπτουν –αν μπορούμε να το πούμε έτσι– σχέσεις ελεύθερες, αλλάζουν ταυτόχρονα διάφορους σεξουαλικούς συντρόφους και παραμένουν στην προσωπική τους ζωή όλα όμορφα κι υπό έλεγχο. Όντως υπάρχουν, και προφανώς όσο κι αν η προσωπική μου άποψη τους θέλει εξαιρέσεις, είναι απόλυτα σεβαστός ο τρόπος λειτουργίας τους -και γιατί όχι άλλωστε.
Ωστόσο, μπορούμε να παραδεχτούμε πως ο έρωτας είναι κάτι φτιαγμένο θαρρείς εκ φύσεως, έτσι που να σε βγάζει έξω από τα νερά σου. Είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία θα κληθείς να γνωρίσεις τα άγνωστα άκρα σου με τρόπο σαδομαζοχιστικό. Αυτή είναι η γοητεία του, η ακαταμάχητη επίδρασή του κι η κατακόκκινη παρουσία του μέσα σου. Κάπως έτσι σε κάνει να απομονώνεις με έναν τρόπο μοναδικό το αντικείμενο του πόθου σου. Αυθαίρετα μέσα στο κεφάλι σου το μετατρέπεις σε «μόνο δικό σου» κι ένα ανεξήγητο τσίμπημα στα σπλάχνα σου σε προειδοποιεί κάθε φορά που κάποιος άλλος το πλησιάζει για επερχόμενο κίνδυνο.
Χαλιέσαι όταν φαντάζεσαι τον άνθρωπο που έχεις ερωτευτεί στα χέρια κάποιου άλλου. Κι όχι επειδή έχεις το δικαίωμα να χαλιέσαι ούτε επειδή αυτός ο άνθρωπος είναι κτήμα σου. Η καρδιά σου όμως, ολόκληρο το είναι σου, τον έχει ξεχωρίσει. Κι αποτελεί για σένα είδος μόλυνσης της μοναδικότητάς του όταν άλλα χέρια αγγίζουν αυτό το κορμί ή κάποιο άλλο μυαλό γαμάει το μυαλό του.
Ναι, ο έρωτας μας κάνει κτητικούς. Όλα όσα περιβάλλουν το σύντροφό μας ή το άτομο που ποθούμε όσο τίποτε, ξαφνικά γίνονται απαγορευμένη ζώνη για όλους τους υπόλοιπους και κρυφά ευχόμαστε να μπορούσαν πολλά πράγματα στη ζωή του να μας αφορούν. Αυτό φυσικά θα ήταν λάθος να ταυτιστεί με την καθαρόαιμη ζήλια η οποία τις πιο πολλές φορές δηλώνει ανασφάλεια. Το να είναι κανείς κτητικός σε φυσιολογικό βαθμό δε σημαίνει ότι είναι και ζηλιάρης.
Ανεξάρτητα από το τι νιώθει κανείς για τους άλλους εκείνο που δεσπόζει μέσα του είναι το ξεχωριστό άτομο, ο στόχος, το ποθούμενο, αυτός ή αυτή που κατάφερε να τον ταρακουνήσει όσο κανείς. Τα πάντα πάνω σε αυτό το άτομο είναι πολύτιμα, δε μοιάζουν με τίποτε που ως τότε ο ερωτευμένος είχε γνωρίσει και φυσικά είναι ως έναν βαθμό φυσιολογικό να εύχεται την αμοιβαιότητα της έντασης που θα έκανε και τον ίδιο να μη συναγωνίζεται κανέναν στα μάτια του ατόμου αυτού.
Αυτό δε σημαίνει ότι ζηλεύει από ανασφάλεια όποιον πλησιάσει τον έρωτά του θεωρώντας τον καλύτερο ή ανώτερο σε κάτι. Ενοχλείται κι ίσως ζηλεύει με μια άλλη έννοια που θα τον ήθελε στη θέση όποιου είναι κοντά σε ό,τι ποθεί. Ουσιαστικά, λοιπόν, δεν πρόκειται για ζήλια απέναντι στο εκάστοτε άλλο άτομο που προσεγγίζει το αντικείμενο του πόθου, αλλά για επιθυμία της θέσης στην οποία βρίσκεται εκείνο το άτομο. Γι’ αυτό και κτητικότητα δεν παρατηρείται μόνο σε συμπεριφορές ή καταστάσεις που δηλώνουν ή εμπεριέχουν σεξουαλικό υπόβαθρο. Κτητικός μπορεί να γίνει κανείς κι απέναντι σε ό,τι ή όποιον κρατάει μακριά του τον άνθρωπό του, ό,τι κι αν είναι αυτό, όποιος κι αν είναι αυτός, με όποια ιδιότητα.
Δε μιλάμε φυσικά εδώ για τους παθολογικά κτητικούς που δε θέλουν να έχουν ζωή αλλά για εκείνους οι οποίοι θα ήθελαν στη ζωή τους εκείνον ή εκείνη.
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα