Ύπουλο πράγμα οι εμμονές. Βάλε λίγο με το νου σου, λοιπόν, τι γίνεται όταν πρόκειται για εμμονές ερωτικές. Εμμονές με σάρκα, οστά κι ένα δαιμονισμένο χαμόγελο που επιμένει να σε στοιχειώνει ακόμη.

Έρχονται αυτά τα χαμόγελα κι εκείνα τα βλέμματα τ’ άτιμα, που λες, φωλιάζουν μέσα μας κατατρώγοντάς μας αργά και μεθοδικά, μέχρι που ταυτίζεται το αρρωστημένο με τη ζωή. Μέχρι που η έλλειψη του ζωντανού μας απωθημένου απαιτεί όλο και πιο επίμονα να καλυφθεί με οποιονδήποτε τρόπο.

Τον θέλεις αλλά είσαι μόνη σου σε αυτό. Τη θέλεις ακόμη, αλλά για εκείνη αποτελείς πια παρελθόν. Η μορφή του ανθρώπου που έχεις ερωτευτεί μα δεν μπορείς να έχεις, βρίσκει πάντα εισόδους. Περνάει από παράθυρα, χαραμάδες, τρύπες και πάσης φύσεως άλλες διόδους, ώστε να γίνεται συνεχώς αισθητή. Ώσπου εξαπλώνεται παντού σαν κατακόκκινη κηλίδα αδιοχέτευτου πάθους, καλύπτοντας τελικά κάθε χιλιοστό του ταλαιπωρημένου εγκεφάλου σου.

Το ανεκπλήρωτο γίνεται ανάγκη, η ανάγκη μεγαλώνει, οι νύχτες δεν παλεύονται και το σύνδρομο στέρησης χτυπάει αργά ή γρήγορα την πόρτα σου μ’ ένα πακέτο τσιγάρα στο χέρι κι ένα ποτήρι από οτιδήποτε αλκοολούχο πίνεται. Τι θα συμπλήρωνε την εικόνα ενός εξαρτημένου που σέβεται τον εαυτό του; Μα φυσικά ένα υποκατάστατο.

Ήδη τα παιχνίδια του μυαλού σου σε κάνουν να αναζητάς εκείνη ή εκείνον όπου σταθείς κι όπου βρεθείς. Ήδη αυτός ή αυτή έχε καταλάβει σαν παρασιτικός εξωγήινος οργανισμός κάθε περαστικό που θα τολμήσει να έχει έστω και ίδιο χρώμα μαλλιών. Τα ξέρουμε όλοι αυτά, ας μην επαναλαμβανόμαστε.

Τι γίνεται, όμως, αν η ζωή έχει όρεξη να σου κάνει τσαλίμια για να περάσει καλά γελώντας μαζί σου, ρίχνοντας στον δρόμο σου το απόλυτο υποκατάστατο του έρωτά σου για να σε δοκιμάσει;

Γνωρίζεις έναν άνθρωπο σχεδόν φτυστό με το αντικείμενο του πόθου σου (ή τουλάχιστον πρόκειται για σωσία εξαιτίας των δικών σου κεραυνοβολημένων ματιών), τρως ένα ωραιότατο σκάλωμα στη θέα της απομίμησης και καταλήγεις πριν το καλοκαταλάβεις σε ένα ανούσιο πάρε-δώσε με το αντίγραφο της πραγματικής σου επιθυμίας.

Φυσικά, δεν πρόκειται στην κυριολεξία για αντίγραφο. Θα ήταν άκρως υποτιμητικό να ισχυριστεί κανείς κάτι τέτοιο για κάποιον. Έλα όμως που εσύ υποδέχεσαι αυτόν τον άνθρωπο εξαιτίας μιας πόρνης ομοιότητας υποτιμώντας τον χωρίς να το θες.

Κανένα υποκατάστατο δεν κάλυψε ποτέ το κενό του αυθεντικού, το ξέρεις. Οι άνθρωποι δεν είναι υποκατάστατα, κι αυτό το ξέρεις. Το παραμύθιασμα που πουλάς στον εαυτό σου και στο θύμα της εμμονής σου, κάποτε θα γίνει φαύλος κύκλος. Θα παγιδευτείτε και οι δυο σε αυτόν με πιθανότατο τέλος ένα πλάνο zoom in στις πληγές που θα ανοίξεις στον εκάστοτε, ο οποίος ήρθε να πάρει τη θέση του «άλλου» στη ζωή σου, χωρίς να το γνωρίζει.

Το κοστουμάκι που θα προσπαθήσεις να του φορέσεις δε θα του κάθεται καλά. Οι συγκρίσεις που θα σε βασανίζουν ενδόμυχα σαν άλλες ερινύες θα τον βγάζουν πάντα χαμένο. Το πρωτότυπο θα επιβάλλεται μέσω της αβάσταχτης απουσίας του, του δαιμονισμένου χαμόγελού του, του διεστραμμένα ερεθιστικού βλέμματός του, μέχρι ο «σωσίας» να ξεθωριάσει εντελώς ηττημένος από ένα φάντασμα.

Το σεξ μαζί του θα είναι μια συνεχόμενη προσπάθεια να μη φωνάξεις το όνομα του «άλλου». Η αγκαλιά του θα προσπαθεί φιλότιμα να γίνει η παρηγοριά στο ότι δε σε αγκαλιάζει εκείνος ή εκείνη.

Άνισος αγώνας, άδικος και δυνάμει καταστρεπτικός. Παιχνίδι συναισθημάτων, καρδιές που γίνονται υποχείρια, ψέματα, εθελοτυφλία κι ένας άνθρωπος καταδικασμένος σε ρόλο θύματος από την αρχή, μονίμως υπό.

Δε θα σε αδικούσε κανείς αν έπεφτες σε μια τέτοια παγίδα, ποιος μπορεί να σε κρίνει εξάλλου, όταν δεν ξέρει τι περνάς; Το θέμα είναι, αν σου αξίζει το ψέμα που προσπαθείς να χτίσεις πάνω σε οτιδήποτε δεν αποτελεί το ιδανικό σου, μόνο και μόνο επειδή έτυχε να θυμίζει κάτι επιφανειακό από τον άνθρωπο που έχεις ερωτευτεί. Αν αξίζει να κοροϊδεύεις εκείνον, εσένα και την ίδια την πραγματικότητα που δεν μπορείς ν’ αντέξεις.

Αν αξίζει να διαιωνίζεις ένα βασανιστήριο αναβιώνοντάς το κάθε μέρα μέσα από κάτι που σου θυμίζει οικτρά όσα δεν έχεις, χωρίς όμως να είναι αυτό που θες πραγματικά. Και το κενό μεγαλώνει, ο «άλλος» είναι πάντα εκεί δίχως να είναι, εσύ νιώθεις πιο μπερδεμένος από ποτέ και η λύτρωση ούτε καν αχνοφαίνεται στον ορίζοντα.

Πώς να φανεί όταν δεν τολμάς ν’ αποδεσμεύσεις την ψυχή σου; Το να κρατάς αλυσοδεμένο ένα ολόγραμμα μόνο και μόνο για να σου ξύνει τις πληγές κάθε μέρα, θυμίζει το μαρτύριο της σταγόνας. Είναι σίγουρο πως κάποια στιγμή ο πόνος αυτών των συνεχόμενων εμμονικών μονοδόσεων θα γίνει πολύ πιο αβάσταχτος από τον πόνο που θα ένιωθες αν αποφάσιζες να ξεκόψεις.

Let it go. Πονάει σαν την κόλαση, το ξέρω. Ξεριζώνεις κάτι από μέσα σου, δεν είναι και λίγο. Ο πόνος της διαιώνισης ενός απόντος, όμως, μέσα από μια απομίμηση που κατά βάθος σε εκνευρίζει επειδή σου τρίβει συνεχώς στα μούτρα ότι δε θα γίνει ποτέ αυτό που θες στ’ αλήθεια, είναι σαν χρόνια νόσος.

Κάποια στιγμή θα καταραστείς εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου που δεν κατάφερες να την ξεριζώσεις από μέσα σου μια και καλή, μπας και σώσεις κάποιο μικρό υγιές κομμάτι σου, πριν μολυνθούν τα πάντα.

 

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου