Στην τέχνη είναι γνωστό πως δεν υπάρχει παρθενογένεση ή τουλάχιστον είναι εξωφρενικά σπάνιο να πετύχεις κάτι που να μην το έχει σκεφτεί ποτέ κανείς άλλος μέχρι τη στιγμή της δημιουργίας του. Αυτό συμβαίνει μάλλον επειδή το ανθρώπινο μυαλό και κατ’ επέκταση οι άνθρωποι μέσα στην πολυπλοκότητά τους έχουν κοινές βάσεις σε κάποια θέματα που απλώς εκφράζουν διαφορετικά βάσει προσωπικότητας και βιωμάτων. Κάποιες ιδέες πανανθρώπινες, κάποιες αφηρημένες έννοιες, κάποια ένστικτα κι ορισμένες ανάγκες μας αποτελούν κοινά θεμέλια όλης της ανθρωπότητας. Η τέχνη ασχολείται κατεξοχήν με όλα τα παραπάνω, χωρίς φυσικά να περιορίζεται, οπότε η έλλειψη παρθενογένεσης στους κόλπους της είναι κάτι λογικό κι αποδεκτό ως ένα σημείο.
Τι γίνεται όμως όταν με δικαιολογία αυτήν την κατάσταση φτάνουμε σε ακραία σημεία ξεκάθαρης αντιγραφής, προκλητικής καπηλείας κι ασέβειας της δουλειάς και της δημιουργίας ενός ανθρώπου; Μπορεί κάποιος να εμπνευστεί από έναν άνθρωπο που εκτιμά και θαυμάζει κι αυτό είναι κάτι παραπάνω από κατανοητό. Όλοι έχουμε επιρροές από τα έργα όσων μας έχουν στιγματίσει κι η έμπνευση αυτή αποτελεί κίνητρο για να εξελίξουμε τη δική μας δημιουργικότητα βάζοντας ένα ακόμη λιθαράκι στο ύφος και τις ανησυχίες εκείνου που συνειδητά ή υποσυνείδητα αποτελεί πρότυπό μας. Δικό μας λιθαράκι. Είναι τουλάχιστον προκλητικό, όμως, να φτάνει κανείς στο σημείο της αυτούσιας αναπαραγωγής ξένων δημιουργημάτων σε κάθε τομέα.
Η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών είναι κάτι που αδιαμφισβήτητα με βρίσκει σύμφωνη. Το ελάχιστο όμως που μπορούμε να κάνουμε για εκείνους που ακόμη δημιουργούν, αναλύουν, εμπνέονται, σκέφτονται και χτίζουν κόσμους ολόκληρους μέσα από τη φαντασία και την αδιάκοπη πάλη με τον εαυτό τους είναι να τιμάμε το πνευματικό τους έργο ως δικό τους. Προφανέστατα όχι ως ιδιοκτησία τους με τη χυδαία έννοια του όρου αλλά ως μαγκιά τους, ως αποτέλεσμα δικών τους προβληματισμών, ως δημιούργημα δικής τους ικανότητας, ως καρπό δικών τους ξενυχτιών, ως γέννημα δικών τους βιωμάτων, ως παράγωγο δικής τους σπαζοκεφαλιάς, ως προσφορά τους.
Σε αντίθεση με άλλους κάποιοι δεν τα βρίσκουν όλα έτοιμα κι εύκολα, δεν έχουν παραιτηθεί από τη σκέψη, δεν υποτιμούν τη φαντασία, αξιοποιούν την έμπνευση, δεν εγκλωβίζονται στον στείρο ρεαλισμό κι εν πάση περιπτώσει όλα τα παραπάνω τα κάνουν επειδή θέλουν κι επειδή μπορούν. Επειδή είναι η κλίση τους, είναι κομμάτι του εαυτού τους, επειδή έχουν αυτό το όμορφο «ταλέντο» -όπως όλοι μας, ο καθένας στον τομέα του- και το εξασκούν. Όσο κι αν φαίνεται πολυτέλεια οτιδήποτε το καλλιτεχνικό σε εκείνους που θεωρούν πως μόνο οι πρακτικές εργασίες είναι δύσκολες κι απαραίτητες, οι καλλιτέχνες αφιερώνουν χρόνο και ψυχή στο να εκφράζουν με τον πιο εύστοχο τρόπο όλα όσα νιώθουμε προσφέροντάς μας διεξόδους και τρόπους έκφρασης, προβληματίζοντας ή/και αφυπνίζοντάς μας. Τις περισσότερες φορές ενώ εργάζονται δεν αμείβονται καν -τουλάχιστον εδώ, στην Ελλάδα- κι η μοναδική ανταμοιβή και δικαίωσή τους είναι -η πιο ουσιαστική- αναγνώριση των ανθρώπων που γίνονται δέκτες της τέχνης τους. Ας μην τους τη στερούμε, λοιπόν, τσουβαλιάζοντας τον κόπο και την προσφορά τους στον κάδο με τις φτηνές αντιγραφές.
Θα αναρωτηθεί ίσως κανείς γιατί να μπει ένας άνθρωπος στη διαδικασία να καπηλευθεί το έργο ενός άλλου. Τι τον οδηγεί να καταφύγει σε κάτι που κάποιοι από εμάς θα ντρέπονταν ακόμη και να διανοηθούν, τι τον ωθεί στο να μη σεβαστεί τίποτε και κανέναν; Οι λόγοι θα μπορούσε να είναι πολλοί. Άλλοι έχουν βάση πιο αφελή, άλλοι είναι γέννημα κουτοπονηριάς και συμπλεγμάτων, όλοι όμως αποτελούν απλώς υποθέσεις. Το να ταυτίζεσαι, για παράδειγμα, με τις σκέψεις, τις ιδέες και τα βιώματα κάποιου και να τις κοινοποιείς χωρίς αναφορά πηγής αφήνοντας τους πάντες να πιστέψουν πως είναι δικές σου θα μπορούσε να κρύβει δόλο, θα μπορούσε να κρύβει αδιαφορία, θα μπορούσε να κρύβει κι ανασφάλεια ή θαυμασμό με διαστρεβλωμένες βάσεις.
Στην πρώτη περίπτωση ίσως όντας κι εσύ του χώρου, θεωρείς πως το έργο κάποιου άλλου χαίρει μεγαλύτερης αναγνώρισης σε ένα ευρύ σύνολο με όποιο κέρδος μπορεί να αποφέρει αυτό, αντιλαμβάνεσαι πως έτσι κάνει μεγαλύτερη εντύπωση με τρόπο που εσύ θεωρείς πως δεν μπορείς και τελικά τον μιμείσαι απόλυτα φτάνοντας στο σημείο ακόμη και να τον αντιγράφεις συνειδητά. Αυτό φυσικά είναι ένα φαινόμενο το οποίο δεν είναι ανάγκη να έχει στόχο έναν και μόνο άνθρωπο αλλά στοχοποιεί γενικότερα καλλιτέχνες των οποίων την ικανότητα ζηλεύουν ορισμένοι για οποιονδήποτε λόγο. Έτσι δρέπεις εσύ τις δάφνες ξένων έργων κι έχεις και τη συνείδησή σου καθαρή γιατί, σιγά μωρέ, δεν έκλεψες και κανένα αντικείμενο αξίας.
Στη δεύτερη περίπτωση, αυτήν της αδιαφορίας, μάλλον δεν είσαι τίποτε άλλο παρά ένας ακόμη από τους σταρχιδιστές της εποχής μας που δεν έχει μάθει να εκτιμά την αξία και τη σημασία κάποιων θεμάτων οπότε θεωρείς πως η πηγή, το όνομα του πραγματικού δημιουργού, δεν έχει καμία σημασία εκμηδενίζοντας έτσι τον κόπο του. Ή μάλλον – για να το πω πιο σωστά- δεν έχεις μπει καν στη διαδικασία να θεωρήσεις το οτιδήποτε εκμηδενίζοντας κάθε αξία. Κάτι εξίσου εγκληματικό με όλα τα υπόλοιπα, ίσως και περισσότερο αν σκεφτεί κανείς πως βάσει αδιαφορίας έχουμε πάρει την κατρακύλα σε πολλά θέματα.
Τέλος, αν υποκινείσαι από ανασφάλειες και κατάλοιπα ή θαυμάζεις έναν άνθρωπο με τρόπο όχι και τόσο υγιή για σένα καταλήγοντας να υποκύπτεις στην οικειοποίηση ξένων δημιουργημάτων είτε επειδή σε θολώνουν τα ανεκπλήρωτα όνειρά σου είτε επειδή νιώθεις πως έτσι θα κεντρίσεις το ενδιαφέρον των άλλων σε όποιο επίπεδο, είτε προσπαθώντας να μοιάσεις στο είδωλό σου, τότε μάλλον ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου που όπως φαίνεται δεν έχεις μάθει να εκτιμάς αντί να μπαίνεις σε τέτοιες φτηνές διαδικασίες οι οποίες κάποια στιγμή συνήθως ξεσκεπάζονται ρεζιλεύοντάς σε.
Ωστόσο όσο κι αν όλες αυτές οι θεωρίες για τις αιτίες που μπορεί να οδηγούν κάποιους ανθρώπους στο να καρπώνονται προσπάθειες άλλων έχουν κάποια βάση, το μεγαλύτερο κακό το κάνει η μερίδα των απαίδευτων δεκτών που σχεδόν ποτέ δεν μπαίνουν στον κόπο να ψαχτούν λιγάκι παραπάνω καταπίνοντας αμάσητα όλα όσα τους σερβίρει ο καθένας. Σαν όχλος έχουμε μάθει να αγιοποιούμε οποιονδήποτε μας κάνει μια πρώτη επιφανειακή εντύπωση ξεχνώντας να διερευνήσουμε στοιχειωδώς το ποιόν του. Μέσα σε έναν κόσμο, λοιπόν, που έχει ισοπεδώσει οτιδήποτε καλλιτεχνικό ως δευτερεύον και λιγότερο απαραίτητο, μέσα σε έναν κόσμο που προωθεί την ύλη έναντι του πνεύματος, ας μην υποβαθμίζουμε κι άλλο εμείς οι ίδιοι τους δημιουργούς.
Ας το ψάχνουμε λιγάκι παραπάνω, ας είμαστε λίγο πιο υποψιασμένοι, ας γίνουμε το στήριγμα στη δική του φωνή που παλεύουν με νύχια και δόντια να διατηρήσουν όπως και την αξιοπρέπειά τους. Οι καλλιτέχνες, οι δημιουργοί, προσφέρουν επίσης στον κόσμο. Κι ίσως πολλά περισσότερα απ’ όσα θα μπορέσουμε ποτέ να διανοηθούμε τελικά. Τους χρωστάμε έστω αυτό, να μην τους τσουβαλιάζουμε. Την επόμενη φορά που θα διαβάσουμε κάτι χωρίς πηγή, την επόμενη φορά που θα δούμε ή θα ακούσουμε κάτι πανομοιότυπο με κάτι άλλο, την επόμενη φορά που θα αντιληφθούμε τον οποιονδήποτε να καρπώνεται κόπους κι ιδέες άλλων ας ερευνήσουμε κι ας αντιδράσουμε.
Η παρθενογένεση μπορεί να μην υπάρχει αλλά κι η στείρα πανομοιότυπη αναπαραγωγή δείχνει έλλειψη αξιοπρέπειας. Άλλο, λοιπόν, να αποτελεί κάποιος ή κάτι έμπνευση για έναν τρίτο άλλο να καρπώνεται κανείς ξένες εμπνεύσεις αυτούσιες. Όσο κι αν μεγαλύτερη ίσως σημασία έχει να διαδοθεί κάτι όμορφο από τη ίδια την πηγή του, αξίζει κι αυτή η πηγή ένα γαμημένο μπράβο από καρδιάς για την προσφορά της. Για να μπορέσει να συμβεί αυτό ας μην επαναπαυόμαστε. Καλώς ή κακώς έχουμε πλέον όλοι την ίδια δυνατότητα να πλασαριζόμαστε μέσω κοινωνικών δικτύων κι ο καθένας να προκαλεί τον χαμούλη του με ή χωρίς ουσιαστικό λόγο. Ας μην επιλέγουμε την ευκολία του ρεύματος και της αφιλτράριστης πληροφορίας. Ας ψαχνόμαστε έστω από μόνοι μας. Ας μη στηρίζουμε εκείνους που καπηλεύονται άλλους.
Έτσι, ως φόρο τιμής σ’ αυτούς που ακόμη παλεύουν να υπάρξουν αυτόφωτοι μέσα σε αυτόν τον οχετό.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου