Δεν ήσουν για μένα άλλη μία από αυτές τις ιστορίες αναζωογόνησης του εγώ μου. Σε σένα θέλησα να παραδώσω το μεγαλύτερο ποσοστό ενός συνειδητά αφοπλισμένου εξαιτίας σου εαυτού. Θέλησα να σταθώ μπροστά σου με τα χέρια ψηλά και συνοδεία μια ελπίδα ότι θα μπορέσεις να εκμεταλλευτείς εκείνο το αγρίμι που παραφυλάει μέσα μου. Εκείνο που εξημέρωσες με μεγάλη επιτυχία κι όσοι με ξέρουν με πειράζουν ακόμη μ’ αυτή μου τη μεταστροφή. Χαλάλι σου όμως.
Ένα μικρό κομμάτι μου θα κρατούσα μόνο «κρυφό» και δε θα ήταν ούτε αυτό δικό μου από εγωισμό. Θα το κρατούσα ώστε να μείνει για σένα ζωντανό εκείνο το μυστήριο που σ’ έκανε να παθιάζεσαι και να θέλεις να ανακαλύψεις περισσότερα. Σου αρέσει αυτό. Κι ό,τι σου αρέσει για μένα αποτελούσε πάντα τον επόμενό μου στόχο.
Από τη στιγμή που έκανα το καταστροφικό «λάθος» και σε κοίταξα στα μάτια έγινες η αλήθεια μου. Έπαψε να μου είναι δεδομένη εκείνη η ξεχωριστή «και καλά» προσωπικότητά μου που κατάφερνε να μανιπουλάρει τους άλλους απλώς για να κάνει το κέφι της. Η λέξη ξεχωριστή απέκτησε άλλο νόημα ξαφνικά και θέλησα όσο τίποτε να γίνω κάτι διαφορετικό για σένα και μόνο. Δε θα ήμουν ψεύτικη. Ο εαυτός μου θα ήμουν αλλά ο εαυτός ο ερωτευμένος μαζί σου.
Ποτέ δε συμπάθησα οτιδήποτε συνηθισμένο και συμβατικό. Σαν να έψαχνα μπελάδες έμοιαζα πάντα. Σαν να ειρωνευόμουν τη ζωή, όπως μου είχες πει. Ένας από αυτούς τους μπελάδες, ο πιο γαμάτος, ήσουν κι εσύ.
Έτσι έβαλα στόχο μαζί σου και για πάρτη σου να κυνηγήσω όλα τα ασυνήθιστα. Nα είμαι πάντα η εγρήγορσή σου, να σπάσω τα όριά σου. Να σε ξεβολέψω όπως ξεβόλεψες εσύ εμένα. Να γίνω το «κάτι άλλο» σου. Να μη μοιάζω με κανέναν και με τίποτε που έχεις συναντήσει ή θα συναντήσεις. Καθετί δικό μου να είναι χαρακτηριστικό. Η σφραγίδα μου που θα θυμάσαι ακόμη και μετά το τέλος μας που δε θέλησα ποτέ να σκεφτώ. Τουλάχιστον πρόλαβα να σου δώσω ένα «όνομα» που μάλλον δε θα ακούσεις ποτέ από άλλον.
Για σένα ήθελα να έχω μια απάντηση σε όλα. Σε κάθε σου παρορμητική ερώτηση που μου την έδινε όπως μου την έδινες κι εσύ και που ταυτόχρονα λάτρευα όπως τα πάντα επάνω σου.
Μου την έδινες γιατί σε ερωτεύτηκα και με ξεμπρόστιασες. Για όλα αυτά τα άγνωστα μέχρι πρωτινός πράγματα που γέννησες μέσα μου και για όλα τα καινούργια βιώματα που με έκανες να θέλω να σου χαρίσω. Γιατί δε με ήξερα έτσι. Ακόμη κι αυτό είναι ένα πρόσωπο δικό μου που ήθελα να σου συστήσω σε όλο του το μεγαλείο ως κάτι πρωτοφανές. Είναι από τα πιο ακραία μου, βλέπεις, από τα πιο απρόβλεπτα.
Θα σου ζητούσα να τσακωθείς άσχημα με τη λογική και να με ακολουθήσεις με τα χίλια για το «όπου μας βγάλει». Να μάθεις δίπλα μου με τι μοιάζουν τα ανεξέλεγκτα και τα μοιραία. Κι αν ακόμη δεν ήμουν κάτι «τόσο καρμικό» τελικά, να κάνω το σύμπαν να ξεκαρδιστεί καταφέρνοντας από πείσμα να γίνω. Να κάνω όλο το σύμπαν λίμπα για τα μάτια σου μόνο, όχι πηγαίνοντας κόντρα σε όσα θελήσαμε, αλλά ζώντας τα όλα μέχρι εκεί που δεν πάει. Μέχρι ν’ αρχίσουμε να τρέμουμε από φόβο γιατί δε θα ξέραμε πώς να τα διαχειριστούμε.
Και τότε θα σε έβαζα να γευτείς λίγη από την άγνοια κινδύνου που με διακρίνει. Αν και θα σου πω ένα μυστικό. Δεν είναι άγνοια. Απλώς για σένα θα τον αψηφούσα. Αυτό δεν είναι το ωραίο; Να τολμάς για έναν έρωτα να τρέχεις σε μονοπάτια που δεν έχουν καν περπατηθεί; Εκεί ήθελα να σε πάω.
Κάθε φορά που με άγγιζες και τα πάντα πάνω μου χτυπούσαν κόκκινο, το πάθος μου για σένα δούλευε εμμονικά στο φουλ για να αφυπνίσει όλες σου τις αισθήσεις όπως αφύπνιζες εσύ τις δικές μου. Ακόμη κι εκείνες που δεν ξέρουμε καν ότι υπάρχουν. Ένα πάθος που παραμόνευε να σου «ορμήσει» με την πρώτη ευκαιρία. Με ξεσήκωνες και με έβαζες να σε προκαλώ, να σε κάνω ν’ ανατριχιάζεις και μόνο στο άκουσμα των σκέψεών μου που σε αφορούσαν. Με αναστάτωνε η ιδέα του να σε κάνω να νιώσεις όλα όσα δεν κατάφερε κανείς ως τώρα. Σώμα και ψυχή στα άκρα να φλερτάρουν με την πρώτη φορά σε κάθε νέα εμπειρία.
Ήθελα να σου δείξω πώς είναι να διαλύει κανείς ένα ολόκληρο παρελθόν για να σε έχει και πώς είναι να γράφει το timing στα παλιά του τα παπούτσια για χάρη σου. Θα έβλεπες για πρώτη φορά μπροστά σου κάποιον να κάνει υπομονή έως και μια αιωνιότητα για ό,τι του ζητούσες να περιμένει και να μην εξαντλέιται ποτέ. Να μηδενίζει τον χρόνο ώσπου να ξαναβρεθέιτε και να τον παγώνει τη στιγμή που θα σε είχε στα χέρια του.
Εξαντλούσα πάντα τα περιθώρια. Κάτι που μου είχες πει σε μια από τις αρχικές μας συνομιλίες ότι κι εσύ συνηθίζεις να κάνεις. Γι’ αυτό επιθυμούσα όσο τίποτε να εξαντλήσουμε τα περιθώριά μας μαζί για να δούμε αγκαλιασμένοι τι υπάρχει και πέρα από αυτά εν τέλει. Να βρούμε τις άλλες μας πλευρές και να τις ενώσουμε με όλους τους δυνατούς τρόπους.
Κάπως έτσι γεννιούνται οι εκρήξεις των πυροτεχνημάτων όταν μιλάμε για ανθρώπινα συναισθήματα. Μέσα από πειράματα κι ενώσεις. Δε γνωρίζεις πάντα τι κάνεις, κάνεις απλώς αυτό που θέλεις. Αν όμως το θέλεις πολύ η έκρηξη του συγκεκριμένου πειράματος δε θα σε σκοτώσει. Θα σε απογειώσει.
Να σε απογειώσω είχα βάλει στόχο. Κι όταν αυτό το δικό μας «κάτι» ολοκληρωνόταν, όποτε ή και ποτέ, να με θυμάσαι ως έναν άνθρωπο που αντιμετώπιζε εσένα και τη ζωή μ’ έναν δικό του όμορφα παράξενο κι ακραίο τρόπο.
Επιμέλεια Κειμένου Έλλης Πράντζου: Κατερίνα Κεχαγιά