Οι μέρες που διανύουμε είναι για ακόμη μια φορά ζοφερές. Απόδειξη της κατρακύλας που έχει πάρει η καθημερινότητά μας στο όνομα ενός υπερεκτιμημένου -τουλάχιστον- ρεαλισμού. Κάθομαι κι εγώ, που λες, και παρακολουθώ, όσο παράλληλα συμμετέχω στις εκδηλώσεις οργής των συνανθρώπων μου, τη στάση διαφόρων “επωνύμων”, αφού, βλέπεις, ηθοποιός έχω σπουδάσει και το καλλιτεχνικό μικρόβιο ήταν πάντα αυτό που με καθόριζε κι ακόμη με καθοδηγεί.

Είδα, άκουσα, διάβασα πολλά. Κι ήρθε η ώρα κάποτε να κάνω μέσα στο κεφάλι μου έναν μικρό απολογισμό γι’ αυτό που ονομάζουμε αυθεντικότητα ψυχής, λοιπόν, ειδικά μέσα σε έναν χώρο τόσο εξωστρεφή και προβεβλημένο. Έχω συναντήσει στη μέχρι τώρα μικρή για κάποιους πορεία μου, αρκετούς ανθρώπους του χώρου. Ονοματάρες και μη, ψυχάρες ανεξαρτήτως αναγνωρισιμότητας κι υποκριτές κυρίως λόγω αναγνωρισιμότητας.
Κάπως έτσι ένιωσα την ανάγκη να πω δυο λόγια, όπως εγώ τα σκέφτομαι, αφιλτράριστα, για μια αποδεδειγμένα ψυχάρα εκεί έξω, η οποία έχει καταφέρει να κάνει την αγάπη της, το μεράκι και το ταλέντο της επάγγελμα με την πιο αγνή έννοια του όρου. Τη Χρύσα Κατσαρίνη, ή όπως εμένα μου βγαίνει να την αποκαλώ, τη Χρυσάρα μας.

Δεν την ξέρω και δε με ξέρει σε βαθμό που θα μπορούσε κανείς να με πει θετικά προκατειλημμένη. Από την άλλη, δεν την ξέρω και δε με ξέρει ίσως σε βαθμό που θα μπορούσε να με πει κανείς αντικειμενική. Παρ’ όλα αυτά, την έχω γνωρίσει, της έχω μιλήσει και το κυριότερο, έχει ανταποκριθεί με έναν τρόπο που με έκανε να καταλάβω την καρδιά που χτυπάει μέσα της. Ναι, ξέρω. Βαριά κουβέντα, θα μου πεις και θα έχεις και δίκιο, όμως με τόσους αναγνωρίσιμους ανθρώπους εκεί έξω, έχω καταλάβει πως πολλοί εξ αυτών δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια βιτρίνα που αρκεί μια απλή προσέγγιση εκ μέρους σου, ώστε να καταρρεύσει ακόμη κι αυτή.

Η αυθεντικότητα της Χρύσας ξεχειλίζει μέσα από τα μάτια της. Διατροφολόγος ξεκίνησε, στη Βουτσινά κατέληξε κι έκανε θαύματα στο stand up, ξεκινώντας από μικρά μπαρ της Αθήνας και καταλήγοντας να γεμίζει θέατρα, ενώ άφησε και την Ευρώπη να τη χειροκροτήσει σε σκηνές της Ιρλανδίας και της Αγγλίας, της Ολλανδίας, της Γερμανίας κι η λίστα δεν τελειώνει. Ωστόσο και πέρα από το ταλέντο της στην κωμωδία, αυτό που κάνει πραγματικά τη Χρύσα σπάνια, είναι κι όλα όσα κάνει εκτός σκηνής.

Η Χρύσα, εκτός σκηνής, λοιπόν, είναι μια μεγάλη αγκαλιά. Θα σε ακούσει. Θα σε δει. Θα δώσει σημασία, όχι για να κάνει δημόσιες σχέσεις αλλά γιατί πραγματικά νοιάζεται για όσα κουβαλάς εσύ ως άνθρωπος στις πλάτες σου. Είναι ντόμπρα. Είναι αληθινή. Βλέπεις μέσα στο πλατύ χαμόγελό της και στη φράση «αγάπη μου» που θα σου πει, όλη την ευαισθησία ενός ανθρώπου που δεν έχει ξεχάσει τι σημαίνει ανθρωπιά κι ενσυναίσθηση. Η Χρύσα δε σπάει πλάκα. Η Χρύσα έχει έξυπνο χιούμορ μέσα από το οποίο εύκολα μπορεί να ξεμπροστιάσει την παθογένεια μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Η Χρύσα είναι δίπλα στις μειονότητες. Ξέρεις, είναι από τα παιδιά εκείνα που νιώθουν την ανάγκη χωρίς περιττούς εντυπωσιασμούς να γίνουν η φωνή των φιμωμένων, των δακτυλοδεικτούμενων για όλους τους λάθος λόγους, για άλλα παιδιά που ποτέ δεν κατάφεραν να υποστηρίξουν την ίδια τους την ύπαρξη σε έναν κόσμο που έμαθε πάντα να κρίνει χωρίς να κατανοεί. Μιλάει για το σώμα της, αυτοσαρκάζεται κι αναγνωρίζει ότι είναι ένας τρόπος να καλλιεργήσσεις την οικειότητα, μιλάει για την πολιτική ορθότητα, τοποθετείτει υπέρ της διαφορετικότητας, εκθέτει την κακοποίηση, χρησιμοποιεί την κοινωνική πλευρά του stand up και δεν είναι άλλη μια κωμικός της σειράς. Κάνει youtube, συζητήσεις, συνεντεύξεις μετρημένες, κάνει δηλώσεις και βγαίνει μπροστά.

Με την πιο ώριμη παιδικότητα, τον πιο χαριτωμένο τσαμπουκά, είναι ο πιο ερωτεύσιμος κάφρος, η πιο κομπλεξάριστη ευγένεια. Η Χρυσάρα μας. Κι αν θες να έχεις ένα πρότυπο αναγνωρίσιμου ανθρώπου στο κεφάλι σου, ντε και καλά, μην ορκίζεσαι για όλους όσοι το παίζουν μαχόμενοι κι ευαισθητοποιημένοι. Έχε τη Χρύσα καλύτερα κι όλη την αλήθεια της που δε χρειάστηκε ποτέ αυτοπροβολή, φτιασίδωμα ή επίδειξη. Απλώς είναι. Και καλά κάνει.

 

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου