Οι άνθρωποι που είναι δίπλα μας όχι τυχαία, αλλά επειδή τους επιλέξαμε και μας επέλεξαν, είναι οι φίλοι μας. Άνθρωποι που είναι στη ζωή μας επειδή το θέλουμε, παρά τα όποια ελαττώματα, παρά τις όποιες μας διαφορές. Αυτό είναι εξάλλου που κάνει τις σχέσεις ειλικρινείς και σταθερές. Η αποδοχή και ο σεβασμός στη διαφορετικότητα.
Είναι πολύ απελευθερωτικό να μπορείς να είσαι πλήρως ο εαυτός σου, δίχως το βραχνά της κατάκρισης και με την άνεση του καυγά, που ξέρεις ότι θα καταλήξει σε συμφιλίωση και θα αποτελέσει θεμέλιο για ακόμη πιο δυνατή συνέχεια.
Τι γίνεται όμως όταν κάποιο από τα μέλη της παρέας ακολουθεί συμπεριφορές που ξεπερνούν τα όρια που έχουμε θέσει σε ορισμένους τομείς; Συμπεριφορές που ξεφεύγουν από μια απλή διαφωνία και που μπορεί ακόμη και να βλάπτουν όποιον τις έχει υιοθετήσει άμεσα ή έμμεσα; Συνήθως με την πρώτη ματιά δε μας επηρεάζουν, εντούτοις αισθανόμαστε πως το θέμα μας αφορά, μιας και νοιαζόμαστε για το συγκεριμένο πρόσωπο.
Τι θα έκανες, για παράδειγμα, αν ήξερες πως ο καλύτερός σου φίλος είναι χρήστης ουσιών, πίνει πολύ ή έχει αυτοκαταστροφικές τάσεις οποιασδήποτε μορφής;
Από την άλλη, πώς θα αντιδρούσες αν μέσα από συζητήσεις σας καταλάβαινες ότι έχει ακραίες απόψεις για διάφορα κοινωνικά ζητήματα, και προωθούν, λόγου χάρη, τη βία;
Το κακό με αυτές τις καταστάσεις είναι ότι το παραμικρό στραβοπάτημα στο χειρισμό και την αντιμετώπιση από μέρους σου, μπορεί να έχει τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Μπορεί άθελά σου να κάνεις τον άλλον να αισθανθεί πως είναι στο στόχαστρο, πως τον κατακρίνεις, πως δεν τον καταλαβαίνεις, κι έτσι από αντίδραση να εντείνει τις όποιες ενέργειές του.
Οι ισορροπίες είναι τρομακτικά λεπτές κι εσύ καλείσαι να περπατήσεις στο τεντωμένο σχοινί της ψυχοσύνθεσης ενός άλλου ατόμου, που –όσο καλά κι αν γνωρίζεις– δεν είσαι ούτε μέσα στον χορό της δικής του ζωής, ούτε συνυπάρχεις με τους δαίμονες του δικού του μυαλού.
Από τη μία θέλεις να παρέμβεις, να βοηθήσεις, ν’ αντιδράσεις –ανάλογα με την περίσταση– από την άλλη, δεν ξέρεις πάντα πώς, και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ξέρεις καν αν είναι καλό ν’ αναμιχθείς μήπως τα κάνεις χειρότερα.
Το πιο σίγουρο είναι πως εν τέλει κάτι θα κάνεις. Είτε επιλέξεις να πεις απλώς τη γνώμη σου, είτε να πράξεις δραστικότερα, στο τέλος το πιθανότερο είναι πως δε θα μείνεις με τα χέρια σταυρωμένα απλός παρατηρητής.
Το ζητούμενο είναι να καταφέρεις να κάνεις τον άνθρωπο που αγαπάς να νιώσει πως οι επιλογές του δεν είναι λανθασμένες από άποψη, αλλά επειδή κάνουν κακό είτε στον ίδιο είτε σε άλλους γύρω του. Να τον κάνεις να νιώσει πως αντιδράς ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο και όχι επειδή θεωρείς ταμπού τις πράξεις του, ούτε επειδή με βάση αυτές τον απορρίπτεις εξ ολοκλήρου.
Όταν πρόκειται για ψυχολογικά ζητήματα, η δυσκολία έγκειται στο ότι ο άλλος τις περισσότερες φορές είναι κλεισμένος στον εαυτό του, οπότε δύσκολα θα δεχτεί να σε ακούσει. Συνήθως πιστεύει πως κανείς δεν μπορεί να μπει στη θέση του κι αντί να νιώσει πως ενδιαφέρεσαι, θα αισθανθεί ότι τον πιέζεις. Αν μάλιστα κάνεις κίνηση να ενημερώσεις κάποιον τρίτο ζητώντας βοήθεια, σε περίπτωση που η κατάσταση θεωρείς ότι έχει ξεφύγει, θα αισθανθεί πιθανότατα προδομένος κι εκεί μάλλον τον έχασες εντελώς.
Όταν πρόκειται για ζητήματα κοινωνικοπολιτικής φύσης που φαινομενικά έχουν να κάνουν μόνο με διαφορετικές απόψεις, το πείσμα είναι συνήθως που δυσκολεύει τα πράγματα.
Ποιος είσαι εσύ που θα του πεις τι να πιστεύει και που θα του δείξεις ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό; Γιατί τα δικά σου κριτήρια είναι πιο σωστά και, στην τελική, γιατί να αλλάξει γνώμη μόνο και μόνο επειδή διαφωνείς εσύ; Άσε που αν τύχει και εκνευριστείς ακούγοντάς τον να ασπάζεται βίαιες αντιλήψεις, θα προσπαθήσει να σε αντικρούσει λέγοντάς σου ότι φέρεσαι πιο «φασιστικά» από εκείνους που ενδεχομένως επέλεξε να υποστηρίζει.
Αν δε βλέπει τις συνέπειες των απόψεών του γύρω του, τότε δεν αρκείς εσύ για να τον διαφωτίσεις. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι θα μείνεις απαθής.
Ένα λάθος που κάνουμε πολλές φορές, στην προσπάθειά μας να φέρουμε κάποιον αντιμέτωπο με τις συμπεριφορές του, είναι ότι δίνουμε παραδείγματα για το τι θα κάναμε εμείς στη θέση του. Κάπως έτσι χάνουμε το παιχνίδι, μιας και εκπέμπουμε το ξερόλικο, δασκαλίστικο και επικριτικό ύφος αυτού που είναι καλύτερος, πιο δυνατός και πιο μάγκας από τον εκάστοτε «κατηγορούμενο» που πήρε τον «κακό το δρόμο». Μόνο που ούτε πιο μάγκες είμαστε, ούτε απαραιτήτως πιο δυνατοί ώστε να γίνουμε δάσκαλοι οποιουδήποτε.
Ίσως η καλύτερη προσέγγιση να είναι και η πιο απλή τελικά. Η ανθρώπινη συναισθηματική έκφραση απέναντι σε κάποιον που πραγματικά αγαπάμε και δε γουστάρουμε να ξέρουμε πως μπορεί να πάθει ή να κάνει κακό.
Αν καταφέρουμε να βοηθήσουμε ή να τον κάνουμε να σταθεί απέναντι στον καθρέφτη του μ’ εμάς στήριγμα, έχει καλώς.
Αν όχι, θα βασανιζόμαστε μαζί του ή χώρια του, ανάλογα με τις επιλογές και των δύο μας. Διότι σε περιπτώσεις ακραίων συμπεριφορών, στο τέλος όλοι γινόμαστε υπόλογοι των καταστάσεων και των φόβων μας, αφού δοκιμαζόμαστε παλεύοντας με δικά μας ή ξένα φαντάσματα.
Ίσως να μην αντέξουμε –ή ίσως να μην ανεχτούμε– στο τέλος τη συμπεριφορά του, αν είναι εκ διαμέτρου αντίθετη από τα πιστεύω μας και καταλήγει να τυραννάει τη συνείδησή μας.
Κατά πόσο η έκβαση θα δικαιώσει ή όχι μια φιλία, είναι κάτι που πολλές φορές ξεπερνάει ακόμη κι εμάς τους ίδιους. Γιατί άλλο να δέχεσαι κάποιον με τα ελαττώματα του, άλλο να εθελοτυφλείς απέναντι σε καταστροφικές συμπεριφορές και απόψεις. Από ένα σημείο και μετά, ίσως είναι χρέος σου μια αντίδραση. Γιατί αν αναγκάζεσαι να σωπαίνεις, αυτό παίζει με τα δικά σου όρια, με το κατά πόσο γνωρίζεις όντως αυτόν που έχεις δίπλα σου, και με το πόσο πρόθυμος είναι κι εκείνος να σεβαστεί εσένα.