«Κι ίσως είναι στη μοίρα του μεγάλου έρωτα πάντα να τον φοβάσαι περισσότερο απ’ όσο τον επιθυμείς.» -Ιωάννα Γκανέτσα
Τώρα τελευταία όλο και συχνότερα βλέπω μπροστά μου το παραπάνω απόφθεγμα. Ώσπου άρχισα ν’ αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε εν τέλει να έχει δίκιο. Πολλές φορές ό,τι πιο πολύ ποθείς το καταδικάζεις μόνος σου από φόβο. Βλέπεις μέσα σου ο μεγαλύτερός σου πόθος κατέχει μια θέση ασύγκριτη και καθ’ όλα διαφορετική από οτιδήποτε άλλο μπορεί να επιθυμείς στη ζωή σου. Ως ένα σημείο είναι λογικό να μη θέλεις να τον τσουβαλιάσεις μαζί με όλα τα υπόλοιπα εν συγκρίσει δευτερεύοντα ή λιγότερο ολέθρια συναισθήματα. Είναι δικαιολογημένο το να προσπαθείς να διατηρήσεις αλώβητη αυτή τη σχεδόν ιερή για σένα ανωτερότητά του προστατεύοντάς τον απ’ τα συνηθισμένα ώστε να μην απομυθοποιηθεί.
Κάπως έτσι, όμως, κάποιοι από εμάς στο τέλος εκτροχιάζονται. Καταλήγουν να γιγαντώνουν τον έρωτά τους μέσα από βασανιστήρια που αγγίζουν τα όρια του ψυχολογικού σαδομαζοχισμού. Προτιμούν να τον διατηρούν έστω κι εν μέρει ανεκπλήρωτο αντί να παραδοθούν πλήρως μιας κι ως γνωστόν οι ανεκπλήρωτοι είναι εκείνοι οι έρωτες, λένε, που ουσιαστικό τέλος σπάνια έχουν.
Ακόμη κι αν αυτό που αισθάνεσαι δεν έχεις τολμήσει καν να το παραδεχτείς ούτε στον ίδιο τον εαυτό σου δε σημαίνει πως δεν υφίσταται. Ίσα-ίσα, δεν είναι λίγες δυστυχώς οι περιπτώσεις κατά τις οποίες όσο εντονότερο είναι ένα συναίσθημα τόσο πιο καθοριστικές γίνονται οι άμυνές μας. Κάτι το οποίο εξαρτάται φυσικά κι από το πώς αντιμετωπίζει ο καθένας μας τον συναισθηματικό του κόσμο.
Κάποια συναισθήματα είναι απ’ τη φύση τους πιο χειμαρρώδη κι απ’ τις σκέψεις μας. Ξεπερνούν τη λογική με την ίδια ευκολία που η ταχύτητα του φωτός κρίνεται ασύγκριτη απέναντι στην ταχύτητα ενός αυτοκινήτου. Πώς να δεχτεί το είναι σου να ισοπεδώσει ό,τι πιο εκρηκτικό έχεις βιώσει μέσα σε μια ρουτίνα όπως καθετί που καλείται να τα βάλει με τη φθορά;
Κάποια συναισθήματα δεν είναι γεννημένα για να περάσουν ησύχως στην ωριμότητα μέσα απ’ τη φυσιολογική ροή του χρόνου και της τριβής. Κάποια βλέμματα δε δέχονται να εγκλωβιστούν δίνοντας μέρα με τη μέρα τη θέση τους στο υποσυνείδητο έστω και τρυφερό «πάλι εσύ». Κάποια χαμόγελα δεν ταιριάζουν στη συλλογή με τις εγκάρδιες και ζεστές καλημέρες γι’ αυτό επιλέγουν να παραμείνουν προσωποποιήσεις πολλά υποσχόμενων μεταμεσονύχτιων υπονοούμενων.
Κάποιες αγκαλιές δε σηκώνουν την οικειότητα εκείνη που αντί για ανυπέρβλητη χημεία μαρτυρά ανεπανόρθωτη συνήθεια. Κάποια φιλιά δε θα μπορέσουν ποτέ να τοποθετήσουν τους εαυτούς τους ανάμεσα στα διεκπεραιωτικά πεταχτά φιλάκια όσων αλληλοθεωρούνται δεδομένοι. Κάποιες ιδιοσυγκρασίες και κάποια «μαζί» δε φτιάχτηκαν για να στηρίξουν ή να γίνουν αγνές αγάπες χωρίς ίχνος «νεύρου» μέσα τους.
Γι’ αυτό κάποιοι έρωτες φοβούμενοι όλα τα παραπάνω καταλήγουν να φοβούνται τον ίδιο τους τον εαυτό κι επιλέγουν να παραμένουν ανολοκλήρωτοι. Στοιχειωμένοι. Έτσι –θεωρούν– συντηρούνται επ’ αόριστον κάτι σαν ζωντανοί, περνούν στην αιωνιότητα των απωθημένων και βασανίζοντας την ίδια τους την υπόσταση μετατρέπονται με μαζοχιστική ακρίβεια σε χρόνιοι. Κάτι σαν τις χρόνιες ασθένειες που δεν αντιμετωπίζονται σωστά ή έγκαιρα και μένουν μέσα σου τη μια σε λανθάνουσα την άλλη σε καλπάζουσα κατάσταση.
Αυτοί οι έρωτες, ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο την ίδια στιγμή, αλληλοπληγώνονται και καρδιοχτυπούν πέφτοντας στη φωτιά. Γεννιούνται στα μάτια ανθρώπων που δε θέλουν να παραδεχτούν το πόσο πολύ μοιάζουν τελικά και που δε θα μπορούσαν εύκολα να αναπτύξουν υγιείς «νορμάλ» σχέσεις, ειδικά μεταξύ τους. Αυτοί οι έρωτες αναπτύσσονται ανάμεσα σε μυαλά αδάμαστα μα ταυτόχρονα φοβισμένα μπροστά στην πιθανότητα ανεξέλεγκτης έκθεσής τους.
Αυτοί οι έρωτες δεν είναι λιγότερο ειλικρινείς από όσους τολμούν να ανθίσουν, να τριφτούν, να ωριμάσουν. Είναι όμως εφηβικά παρορμητικοί και χαώδεις, βασισμένοι σε παροιμιώδεις και συγκρουσιακές ομοιότητες, αυτοκαταστροφικοί και παιδιάστικα εγωιστές αφού τα θέλουν όλα και ξέρουν πως το παθιασμένο αυτό «όλα» δεν είναι σύνηθες να κρατάει για πάντα.
Λένε πως όταν θέλεις κάτι πολύ το κάνεις κι όλα τα υπόλοιπα δεν είναι παρά δικαιολογίες. Συμφωνώ.
Υπάρχουν όμως έρωτες τόσο ερωτευμένοι με τους εαυτούς τους που επιλέγουν μέσα από έναν φαύλο κύκλο να διαιωνίζουν αυτό το οποίο τους τρέφει. Τη σχεδόν υπερφυσική εκείνη έλξη που τους έδωσε πνοή. Ίσως επειδή τελικά θέλουν τόσο πολύ κι έτσι φοβούνται την ώρα που θα πάψουν να θέλουν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη