Με πήρε η μάνα μου τηλέφωνο πανικόβλητη χτες βράδυ, λοιπόν. Θεσσαλία. Βόλος. Το ποτάμι δίπλα στο σπίτι μας έγινε θάλασσα, έσπασαν τα κάγκελα της γέφυρας, φάνηκαν τα σίδερα μέσα από το μπετόν που έχει πια διαλυθεί. Πλημμύρισε ένας από τους πιο κεντρικούς δρόμους του Βόλου και φυσικά δεν είναι ο μοναδικός. Ο πατέρας μου στο υπόγειο πάλευε να βρει τρόπο να προστατέψει κυρίως το μηχάνημα του φυσικού αερίου. Για τα υπόλοιπα, βλέπεις, πού χρόνος. Το νερό παρέσυρε κάδους, κάτι αμάξια, παραλίγο έναν άνθρωπο που είχε τολμήσει να παραμείνει εκτός σπιτιού.

Φωνές ακούγονταν από παντού. Ρεύμα και νερό ξανά ούτε για πλάκα. Κάποια στιγμή, ξαφνικά, εκεί που μιλούσαμε κόβεται η σύνδεση. Έπαιρνα πίσω και τους δύο γονείς μου αλλά τα κινητά νεκρά. Η ψυχή μου στην Κούλουρη, ώσπου να πιάσω σήμα και κάποιος να απαντήσει. Η σκέψη μου και στη γιαγιά μου, η οποία μένει σε ένα από τα παλιά σπίτια, μονοκατοικίες, σχετικά κοντά στο ποτάμι κι εκείνη. Η σκέψη μου σε όλους τους ανθρώπους οι οποίοι έχουν έρθει αντιμέτωποι με εικόνες βιβλικής καταστροφής.

Ζω σε μια χώρα η οποία, το μόνο που έχει καταφέρει στην ουσία της, όπως αποδεικνύεται για άλλη μία φορά, είναι όχι απλώς να φάει, μα να κατασπαράξει θα έλεγα, τα παιδιά της. Μόνο που τον τελευταίο ειδικά καιρό τρώει τα παιδιά της και στην κυριολεξία. Δικαιολογίες για τη θηριωδία που λέγεται καθημερινότητα στην Ελλάδα δεν υπάρχουν. Τα φυσικά φαινόμενα δεν μπορείς να τα ελέγξεις, μπορείς όμως να κάνεις ό,τι είναι στο χέρι σου ώστε να προστατευτείς από αυτά. Ο κυριότερος τρόπος είναι η πρόληψη σε μια εποχή που σου δίνει αν μη τι άλλο πολλές δυνατότητες προστασίας σε σχέση με παλιότερα- ας μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας. Πού βρισκόμαστε, όμως, στο σήμερα; Στο έλεος των πάντων, έρμαια σε κάθε πιθανή καταστροφή. Η ευαλωτότητα της φύσης μας εκτεθειμένη σε όλο της το μεγαλείο στη χυδαιότητα των συμφερόντων τους. Ο δήμαρχος του Βόλου είχε κάτι ευφάνταστο να προτείνει βλέποντας την πόλη του να πνίγεται. “Ανεβείτε στους πιο πάνω ορόφους”. Ευχαριστούμε κ. Μπέο για τη συμβουλή. Για να είστε εκεί που είστε σας ψήφισε η πλειοψηφία, ποια είμαι εγώ για να πω το οτιδήποτε. Και δεν είστε ο μόνος.

Την αλληλεγγύη, όπως μου είπε και η μάνα μου χτες, τη δίδαξαν για άλλη μια φορά άνθρωποι απλοί. Ομάδες αλληλέγγυες. Νέα παιδιά που αποφάσισαν να οργανωθούν, να αντιδράσουν, να βγούνε στην πρώτη γραμμή.

Πιάνω τον εαυτό  μου να αναρωτιέται καθώς η απελπισία, η οργή και η θλίψη με έχουν πια κατακλύσει. Αν άνθρωποι της πόλης βιώνουν τόσο ακραία την αγωνία στο πετσί τους σε κάθε έντονο καιρικό φαινόμενο εν έτει 2023 σε μια χώρα -υποτίθεται- αναπτυσσόμενη (να ‘χαμε να λέγαμε), τι εφιάλτη βιώνουν οι άνθρωποι που ζώντας στον κάμπο, σε σημεία εκ των πραγμάτων επίφοβα, έχασαν όλο τους το βιος εν μια νυκτί;

Ως πού φτάνει άραγε πια η ανεκτικότητα του “απλού κόσμου” απέναντι στους εκάστοτε κυβερνώντες;

Τι περισσότερο φοβάστε ότι θα χάσετε με την αυτοοργάνωση και την αληθινή αλληλεγγύη βρε συνάνθρωποι;

Ναι, το ψάρι βρομάει από το κεφάλι, γνωστό αυτό. Ωστόσο τι άλλο πρέπει να γίνει για να πάψουν οι πολλοί να στηρίζουν το εκάστοτε “κεφάλι”;

Καλή η καραμέλα της κλιματικής αλλαγής για τη συγκεκριμένη τραγωδία των ημερών -που και γι’ αυτή τα μεγάλα κεφάλια κυρίως ευθύνονται- αλλά έλιωσε πια.

Ελάτε ρε άνθρωποι, γαμώτο, να τα βρούμε επιτέλους μεταξύ μας! Χάνονται ζωές για το τίποτε. Ελάτε επιτέλους βρε άνθρωποι να τους αποδείξουμε πως όταν θέλουμε να είμαστε ενωμένοι, μπορούμε τα πάντα.

 

Φωτογραφία από ΤΟ ΒΗΜΑ

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου