Όταν ήμουν μικρότερη νόμιζα ότι είχα πρόβλημα συγκέντρωσης ή κάτι παρόμοιο που δε μου επέτρεπε να αφιερωθώ για πολύ σε ένα μόνο πράγμα. Ειδικότερα αν επρόκειτο για οτιδήποτε υποχρεωτικό. Η αδυναμία μου να φέρω κάτι εις πέρας με ευκολία χωρίς να κοσκινίζω 40 χρόνια πριν τα καταφέρω ή προτού τελικά παραιτηθώ από αυτό το οποίο θα θεωρούσα αδιάφορο, έκανε τον περίγυρό μου να με θεωρεί αρκετά απροσάρμοστη.
Η αλήθεια είναι ότι δεν μπόρεσα ποτέ μου να εγκλωβιστώ σε μια δραστηριότητα αν αυτή απαιτούσε την αμέριστη προσοχή μου για περισσότερο απ’ όσο άντεχα προτού κάτι άλλο με καλέσει προς εξερεύνηση. Έχω δυο-τρία πραγματάκια τα οποία όντως γουστάρω να κάνω στη ζωή μου και για τα οποία θα έδινα λίγο περισσότερο από τον πολύτιμο χρόνο μου σε σύγκριση με όσα στα μάτια μου δεν είναι παρά μόνο υποχρεώσεις. Όπως για παράδειγμα το γράψιμο ή το θέατρο. Πάντα έλεγα όμως ότι για να μπορέσεις να προσφέρεις ένα κομμάτι σου ακόμη και σε αυτά τα οποία αγαπάς πρώτα και πάνω απ’ όλα χρειάζεται να έχεις στο μυαλό σου ότι η ζωή δεν περιμένει. Ότι είναι εκεί έξω φουλ ως το λαιμό στις νέες εμπειρίες και σε προκαλεί. Γεμίζοντας, λοιπόν, τον εαυτό σου με εμπειρίες προσφέρεις και σε όσα αγαπάς μια όλο και πληρέστερη εκδοχή του.
Όλοι εμείς που βαριόμαστε εύκολα και ψαχνόμαστε διαρκώς και διακαώς για νέες περιπέτειες δεν είμαστε πλεονέκτες. Εκτιμάμε αυτά τα οποία έχουμε καταφέρει, στηρίζουμε όσα αγαπάμε όμως δεν εφησυχάζουμε στα ήδη κεκτημένα όταν γνωρίζουμε ότι υπάρχουν τόσα ακόμη ανεξερεύνητα συναισθήματα, τόσες συγκινήσεις να βιώσουμε όσο ακόμη μπορούμε. Το «σήμερα είσαι-αύριο παίζει και να μην είσαι» για εμάς δεν είναι μια πεσιμιστική ατάκα προβολής μιας και καλά dark κουλτούρας αλλά ένα κίνητρο παραπάνω που μας ξεσηκώνει ώστε να προλάβουμε να μάθουμε κι εκείνο το κάτι ακόμη. Στο κάτω-κάτω γιατί να αναλώνεσαι σε αυτά τα οποία δε σε ευχαριστούν όταν δεν ξέρεις τι σε περιμένει;
Θα μου πείτε τώρα πως η απόλυτη γνώση δεν κατακτάται ποτέ. Πώς αφήνεις λοιπόν ουσιαστικά μισό κάτι το οποίο δεν μπορείς να ισχυριστείς ότι έχεις μάθει για να πας σε αυτό το κάτι άλλο που σε προκαλεί; Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ίσως άνθρωποι σαν εμάς -τα λεγόμενα ίσως φτερά στον άνεμο- δε θα μπορούσαν να γίνουν για παράδειγμα επιστήμονες αφιερωμένοι ψυχή τε και σώματι στην εκπλήρωση ενός και μόνο σκοπού, μιας και μόνο τεράστιας ανακάλυψης. Κι αυτό γιατί έχουμε ανάγκη να νιώσουμε με τι μοιάζει κι αυτό κι εκείνο και το άλλο και ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχιστεί για όσο βαστάει η ψυχή μας. Ζούμε με μυαλό σκόρπιο στο παντού και με μια ψυχή θρασύτατα πληθωρική που έχει μάθει να απαιτεί την ύπαρξή της μέσα απ’ το καινούργιο, το διαφορετικό, το ανεξερεύνητο.
Δεν ξέρω αν είμαστε πρακτικά χρήσιμοι για τούτον τον κόσμο. Λογικά όλο και κάτι θα μπορούμε να κάνουμε κι εμείς, δεν μπορεί. Είμαστε ίσως ικανότεροι ως καλλιτέχνες θα μπορούσε κάποιος να πει. Δεν είναι θέμα απαραιτήτως ταλέντου, όμως, δε μας χαϊδεύω τ’ αυτιά. Έχει να κάνει περισσότερο με την ανάγκη των καλλιτεχνών για το διαρκές ψάξιμο των πάντων. Της ψυχολογίας, της πραγματικότητας, του δικού τους κόσμου, της ίδιας της ύπαρξης. Όλα αυτά τα χαοτικά αλλά και τόσο γοητευτικά ερωτηματικά μας είναι εκείνα που μας δημιουργούν μια έντονη διάθεση, σχεδόν ανάγκη, να προλάβουμε σε αυτήν την άγνωστης διάρκειας ζωή ό,τι περισσότερο μπορεί να χωρέσει.
Δεν έχει νόημα. Ή μπορεί και να έχει. Μα δε μας νοιάζει γιατί όπως συνηθίζω να λέω αρκεί που το γουστάρουμε. Όταν επαναπαυόμαστε μιζεριάζουμε. Όταν μιζεριάζουμε χάνουμε όλη μας τη ζωντάνια και δυστυχούμε.
Αν με ρωτούσε κανείς τι απ’ όλα αυτά θα μπορούσε να ισχύει για εμάς και στον συναισθηματικό τομέα θα απαντούσα ειλικρινά πως δεν ξέρω. Διότι αυτός ο άτιμος είναι ο πιο απρόβλεπτος απ’ όλους. Είναι εκείνος που θέτει ουσιαστικά τις αληθινές προτεραιότητες στη ζωή κάποιου με την προϋπόθεση αυτός ο κάποιος να μη φοβάται.
Έτσι το ίδιο εύκολα που θα μπορούσε ένας άνθρωπος να μας ενθουσιάσει αρχικά, το ίδιο εύκολα θα μπορούσε και να μας ξενερώσει αργότερα -κι ας ακούγεται αυτό άσχημο- αν μας περιόριζε, αν μας κούραζε με οποιαδήποτε διστακτική συμπεριφορά, αν έκανε οτιδήποτε μας θύμιζε βόλεμα. Όμως επειδή για εμάς η ζωή και τα άγνωστά της είναι κάτι που μας γεμίζει με το πάθος από το οποίο θρεφόμαστε, το ίδιο έντονα θα μπορούσαμε να παθιαστούμε με κάποιον εξίσου ανήσυχο λάτρη του «όλα για όλα», να ερωτευτούμε και να το ζήσουμε μαζί του όσο και ως εκεί που (δεν) πάει.
Δεν εξαναγκαζόμαστε. Δεν αφιερωνόμαστε. Δεν προσαρμοζόμαστε. Αν δεν το θέλουμε. Τα όριά μας τα ξέρουμε μόνο εμείς –πολλές φορές ούτε καν εμείς. Οπότε σε περίπτωση που θελήσεις να μας μάθεις θα πρέπει να τ’ ανακαλύψεις κι αυτά. Και να τα σπάσεις. Διότι οι ανήσυχοι και απροσάρμοστοι τύποι γοητεύονται από τους (εξίσου) τολμηρούς. Το κακό είναι ότι πάνω εκεί που θα νομίζεις πως μας έχεις μάθει, μπορεί ανά πάσα στιγμή να έρθει η ανατροπή και να συνειδητοποιήσεις ότι δε μας ξέρεις καθόλου. Μην ανησυχείς. Μέχρι πρότινος πιθανότατα το παθαίναμε κι εμείς οι ίδιοι με τους εαυτούς μας.
Επιμέλεια Κειμένου Έλλης Πράντζου: Κατερίνα Κεχαγιά.