Όταν ξεκινάς κάτι, οτιδήποτε, τις περισσότερες φορές δεν ξέρεις πώς μπορεί αυτό να καταλήξει. Όταν αισθάνεσαι για έναν άνθρωπο όλα εκείνα που με λόγια ποτέ κανείς δεν κατάφερε να προσδιορίσει επακριβώς κι αποφασίζεις να αφεθείς και να το ζήσεις, δεν έχεις ιδέα εξ αρχής πού θα σας βγάλει ο δρόμος σε ένα συμβολικό αύριο.
Εδώ που τα λέμε, δε σε καλύπτει καν το ρήμα «ξέρω» όταν ερωτεύεσαι. Πέφτεις μάλλον με τα μούτρα και με τον δικό σου ξεχωριστό τρόπο στο ρήμα «νιώθω». Όποιον πάρει ο Χάρος, μάτια μου, σκέφτεσαι πριν καν προλάβεις όντως να σκεφτείς. Κι εκείνη τη στιγμή ο άνθρωπος που κατάφερε να σβήσει κάθε άλλο ερέθισμα απ’ το πεδίο των αισθήσεών σου γίνεται αυτομάτως η πιο αυθόρμητη κι ακούσια επιλογή σου.
Ακούσια επειδή δεν τον επέλεξε η λογική σου αλλά αυτό που είθισται να παρομοιάζουμε ποιητικά με την καρδιά μας. Αυτό είσαι κι εσύ για μένα κι αν εξακολουθήσεις να είσαι για όσο νομίζω, ίσως τη διάρκεια των συναισθημάτων μου αναλόγως με την έκβαση να μην τη μάθεις ποτέ.
Δεν ξέρω αν έχει σημασία, αλλά θα μπορούσες να είσαι για μένα όντως η πιο αυθόρμητη επιλογή για περισσότερο απ’ όσο θα τολμούσα να παραδεχτώ αν κατάφερνα κάποτε έστω λίγο να εξοικειωθώ με το συναίσθημα. Βλέπεις, με στοιχειώνουν κι εμένα δαίμονες, όπως όλους. Κάποια πριν, κάποια ακόμη πιο μακρινά περασμένα που δεν κατάφερα να ξεχάσω ή να διαχειριστώ, κάποια άτσαλα αγγίγματα που με πόνεσαν και κάπως έτσι επέλεξα την εύκολη λύση. Έπαψα –είπα– να αισθάνομαι. Μέχρι που, όπως ήταν φυσικό, χρόνια μετά ο έρωτας με διέψευσε. Αυτή είναι η δουλειά του, είναι πολύ καλός σε αυτήν και στην τελική, ποια νόμιζα πως ήμουν, αλήθεια, για να του αντισταθώ;
Και με έκανε ο έρωτας, που λες, να θέλω να είμαι πάντα εκεί για σένα ακόμη κι αν εσύ δεν είσαι εδώ. Και με έκανε όταν σε βλέπω να θέλω να μη σε αφήσω να φύγεις ποτέ λες και γίνεται αυτό. Και με έκανε όταν λείπεις να μην μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο πέρα από ό,τι είσαι κι ό,τι σε θυμίζει. Και με έκανε όταν δε λείπεις να θέλω κι άλλο από σένα ακόρεστα. Και με έκανε να σε επιλέγω μέσα μου από οτιδήποτε τολμάει να σταθεί δίπλα σου. Και με έκανε να θέλω να με παλέψω, να με νικήσω, για να μην πάρουν τα ηνία οι αυτοκαταστροφικές τάσεις φυγής μου και σε διώξω φεύγοντας. Και με έκανε να φοβάμαι που όσα φοβάμαι εξαιτίας σου τα παραβλέπω.
Γι’ αυτό θα μπορούσες, διάολε, να είσαι εσύ η πιο ακούσια επιλογή μου. Μαζί σου θα επέλεγα σχεδόν αντανακλαστικά να μοιραστώ μια ζωή όσο κι αν αυτή τελικά μπορεί να κρατούσε. Γιατί κοντά σου ακόμη κι οι ώρες μοιάζουν γεμάτες τόσο όσο μια ολόκληρη ζωή άλλων. Γι’ αυτό και θα μπορούσες να είσαι αυτή που δίπλα της κάθε προηγούμενο και κάθε επόμενο θα έχανε στα σημεία όσο κι αν ο εγωισμός μου κάποτε πάψει να το παραδέχεται.
Ναι, μπορεί να γίνει κι αυτό. Ακόμη κι ο εγωισμός μου, βλέπεις, πιο πολύ θεριεύει όταν κάποιος με νοιάζει γιατί τέτοιος άνθρωπος είμαι, μάτια μου. Ανάποδος. Και το ξέρεις. Όπως νιώθεις ήδη όσα θέλησα απόψε να σου πω χωρίς να χρειάζεται καν ν’ αρθρώσω λέξη. Ακόμη κι αν γίνει όμως κάτι τέτοιο, ακόμη κι αν πάψω να παραδέχομαι τη δική σου επίδραση πάνω μου, μέσα μου πάντα θα ξέρω. Γιατί απ’ το υποσυνείδητο δε γλυτώνει κανείς.
Τα πιο ειλικρινή, παροιμιώδη συναισθήματα είναι εκείνα που δεν έχουμε καν προλάβει να συνειδητοποιήσουμε από πού μας βρήκαν. Είναι εκείνα που επιλέγουν εμάς κι όχι όσα εμείς επιλέγουμε να βγάλουμε προς τα έξω. Είναι εκείνα τα αυτόβουλα, σχεδόν συμπαντικά που ξυπνάν σαν déjà vu και σε αφήνουν ν’ αναρωτιέσαι κεραυνοβολημένος τι σκατά είναι αυτό που βιώνεις ενώ το μυαλό σου αρνείται να συμβάλλει με λογική.
Θα μπορούσες να είσαι η πιο ακούσια επιλογή μου. Κι αυτό που ήθελα να σου πω λέγοντας τόσα που ίσως ήταν εν τέλει περιττά είναι πως ήδη είσαι. Πως ήδη ήσουν απ’ την πρώτη στιγμή που σκάλωσε το αναθεματισμένο βλέμμα μου στο δικό σου. Κι είπα απλώς «τώρα τη βάψαμε».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη