Ακολουθεί φόρος τιμής σε όλα όσα δεν προλάβαμε να ζήσουμε οι δυο μας. Κάθε γραφιάς που σέβεται τον εαυτό του οφείλει, μα πιο πολύ γουστάρει, να δίνει βάση στους επιλόγους κάθε ιστορίας του. Ο επίλογος είναι που αφήνει την επίγευση στις εμπειρίες, στις αναμνήσεις, στις εικόνες που εντυπώνονται σε μυαλό και καρδιά, αλλά και στα γραμμένα που μένουν σε χαρτιά ή οθόνες.
Κάθε γραφιάς που σέβεται τον εαυτό του είναι και κάπως φίλος του δράματος. Ο καθένας με τον τρόπο του. Άλλοι επιλέγουν το δρόμο του ρομαντισμού, άλλοι το ρομαντισμό του σκοταδιού. Αυτός ο δεύτερος είναι που κάποτε ταίριαξε καλύτερα σε μένα. Όλοι όμως έχουν -ή έχουμε αν θέλεις- κοινό χαρακτηριστικό το ότι μεταξύ πληγής κι εκδοράς προτιμάμε με τα χίλια να ματώσουμε.
Άσε με να σου πω τι έχω κάνει μαζί σου μέσα στο μυαλό μου χωρίς εσένα, λοιπόν. Ποια είναι όλα εκείνα που μας δένουν χωρίς καν να έχω καταφέρει να σε πλησιάσω όσο θα ήθελα κι όσο θα μπορούσα. Τι είναι αυτό που με κάνει να νιώθω πως χάνοντας εσένα, έχασα ένα κομμάτι της ζωής μου ενώ ουσιαστικά ποτέ μου δε σε είχα όπως ούτε εσύ εμένα.
Ας το πιάσουμε απ’ την αρχή. Γνώρισα πριν καιρό ένα κορίτσι που με έκανε να το ερωτευτώ σε μια φάση της ζωής μου κατά την οποία αδυνατούσα να νιώσω οτιδήποτε βαθύ για τον οποιονδήποτε. Ρώτα όποιον έχεις εύκαιρο, ξέρεις. Θα σου πούνε τι ήμουν πριν με γνωρίσεις, αυτά δε μένουν εξάλλου κρυφά.
Ήταν ένα κορίτσι, που λες, με μάτια σκούρα καστανά –τα λες ίσως και μαύρα– με μια αγκαλιά που χωρούσε όλο μου το είναι στην πιο δοτική του μορφή, με ένα χαμόγελο που ισορροπούσε κάπου ανάμεσα στη λαχτάρα ενός παιδιού και τους πόθους μιας γυναίκας. Ήταν ένα κορίτσι αυθόρμητο που είχε μάθει να λέει πάντα όσα σκεφτόταν αφιλτράριστα, ακόμη κι όταν η στιγμή φάνταζε άκυρη. Κι όσο μιλούσε σαν χείμαρρος χανόταν παράλληλα καρφώνοντας το βλέμμα του στο άπειρο πριν επανέλθει στο τώρα.
Ήταν ένα κορίτσι που δε σε άφηνε να καταλάβεις ότι φοβάται να νιώσει ή να εκφραστεί. Άρπαζε τις ευκαιρίες που του έδινε το παρόν για να σε κάνει να αισθανθείς όλα όσα ένιωθε -ή υποτίθεται πως ένιωθε- η ίδια. Την άκουγες να λέει «σε θέλω», «σε σκέφτομαι», «μου λείπεις» κι όλα αυτά σε άφηνε να τα γευτείς μέσα απ’ την ακατάσβεστη ορμή που τη διέκρινε απέναντι σε καθετί με το οποίο καταπιανόταν. Φιλούσε το ίδιο παρορμητικά όπως υπήρχε. Ήταν πεισματάρα, δεν κολλούσε στα δύσκολα κι έδειχνε έτοιμη να διεκδικήσει όλα όσα στάθηκαν κάποτε ικανά να τη γοητεύσουν.
Νόμιζα πως ένα τέτοιο κορίτσι κατάφερα τότε να κερδίσω κι εγώ. Δε θέλησα να τη νικήσω. Μα θέλησα όσο τίποτε να καταφέρω να κερδίσω την καρδιά της, τόσο που τυφλώθηκα και πίστεψα πως τα είχα καταφέρει.
Από τότε όσες φορές κι αν διέψευσες την ιδέα που είχες χτίσει η ίδια στο μυαλό μου για σένα, δε σταμάτησα ποτέ να σκέφτομαι εκείνη που γνώρισα. Μαζί της έκανα στη φαντασία μου όλα όσα δεν κατάφερα να κάνω πραγματικότητα όσο ακόμη πίστευα πως την είχα. Πως σε είχα. Μοιραστήκαμε το ίδιο κρεβάτι πολλές νύχτες και την κράτησα αγκαλιά μέχρι να κοιμηθεί στα χέρια μου. Ναι. Την κοιτούσα καθώς κοιμόταν κι ένιωθα τυχερή όπως όλοι εκείνοι οι ταλαίπωροι ερωτευμένοι ήρωες στις διάφορες νουβέλες ή ταινίες, δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ. Και για πρώτη φορά αυτή η εκδοχή του εαυτού μου δε μου φαινόταν τόσο ξένη.
Της χάιδεψα πολλές φορές τα μαλλιά, κάπνισα μαζί της αμέτρητα τσιγάρα στο μπαλκόνι ενώ χαζεύαμε δίπλα-δίπλα θέες κι ηλιοβασιλέματα. Κάναμε έρωτα τις νύχτες κι ήμασταν μόνο η μία για την άλλη χωρίς ρολόγια να μας κυνηγάνε, χωρίς τρίτους να μας περιμένουν, χωρίς φόβους, χωρίς δισταγμούς, χωρίς άμυνες υψωμένες πάνω κι απ’ το ίδιο μας το μπόι. Τα δίναμε όλα άλλοτε παθιασμένα κι άγρια, άλλοτε τρυφερά κι αργά θαρρείς κι εκτελούσαμε κάποια μυστική τελετουργία. Ήμασταν κι οι δυο ολοκληρωτικά εκεί, όχι μισές.
Την πήγαινα βόλτες και την έβλεπα να τραβάει μετά μανίας φωτογραφίες από κάθε σπιθαμή που κέντριζε το ενδιαφέρον της γιατί βλέπεις λατρεύει τη φωτογραφία όπως κι εγώ. Της έδινα και διάβαζε τα βιβλία μου κι ύστερα την έβαζα και μου ανέλυε τις άπειρες σκέψεις που ξεχείλιζαν το χαοτικό της μυαλό. Το μυαλό εκείνο που δεν άφηνε ποτέ κανένα ερέθισμα να πέσει κάτω και που ρουφούσε σαν σφουγγάρι κάθε νέα ιδέα, κάθε εμπειρία, οτιδήποτε άγνωστο. Για να το αξιολογήσει στο τέλος μόνη της δίνοντάς του μια θέση μέσα της που ταίριαζε μόνο στην ίδια.
Την πείραζα και με πείραζε συνέχεια με μια οικειότητα που δεν είχε τίποτε να φοβάται απ’ τη βαρετή ρουτίνα όσων δεν κατάφεραν να κρατήσουν τη φλόγα αναμμένη μεταξύ τους. Ούτε εγώ ούτε εκείνη μπορούσαμε να εγκλωβιστούμε, βλέπεις. Μόνο μοιραζόμασταν. Για όσο. Ήταν ελεύθερο το δικό μας το μαζί.
Της μιλούσα για πράγματα που δε γνώριζε και με ρωτούσε σχεδόν για τα πάντα. Μου μάθαινε πράγματα που δεν ήξερα εγώ. Άλλες φορές πείσμωνε, μου την έλεγε, με τσάτιζε, μέχρι που στο τέλος την άρπαζα και με ένα φιλί τα ξεχνούσαμε όλα. Την πήγαινα εκδρομές και μας έχανε ο κόσμος για ώρες. Κάθε φορά και σ’ ένα διαφορετικό μέρος. Άλλοτε την έβαζα να διαλέξει, άλλοτε της έκανα έκπληξη κι απλώς μια ωραία πρωία φεύγαμε για όπου.
Την καμάρωσα αρκετές φορές και σε όλα εκείνα που αγαπάει να κάνει, σε όλα εκείνα που της αρέσει να δίνει το είναι της. Ήμουν εκεί κι όταν πετύχαινε για να τη βλέπω να χαμογελάει μα κι όταν αποτύγχανε προσπαθώντας να την κάνω εγώ να σκάσει στο τέλος ένα χαμόγελο. Και πάντα της έλεγα πως την επόμενη φορά θα είναι ακόμη καλύτερη, πως την επόμενη φορά θα ορμούσε ακόμη πιο παθιασμένα, θα πετύχαινε ακόμη περισσότερα. Πίστευα σε αυτή. Ακόμη πιστεύω σε αυτή. Η μοναδική διαφορά είναι πως πια δεν την πιστεύω.
Παρ’ όλα αυτά έζησα δίπλα της, εγώ ο τρελός παραμυθάς, μια όμορφη εκδοχή ενός «μαζί» που θα μπορούσαμε να είχαμε τολμήσει αν δεν είχα καταλάβει λάθος εξαρχής. Ή αν δεν είχαν ανατραπεί όλα εκ των υστέρων. Μικρή σημασία έχει όμως τελικά το τι συνέβη απ’ τα δύο, μικρή. Γιατί όλα τα παραπάνω κι άλλα τόσα που γούσταρα να ζήσω μαζί σου εγώ, εσύ ποτέ δεν τα θέλησες στ’ αλήθεια. Ερωτεύτηκα εκείνο το κορίτσι, που λες, κι έτσι τώρα μου λείπεις λες και σε είχα, λες και σε έχασα.
Αυτός ο επίλογος άξιζε στη μικρή φανταστική μας ιστορία κι ήθελα να τον αφιερώσω σ’ εκείνη πριν χαιρετίσω εσένα -καθώς φαίνεται- οριστικά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη