Οι άνθρωποι είμαστε μυστήρια τρένα. Πολλές φορές απαξιώνουμε πράγματα, έννοιες και καταστάσεις που στην πραγματικότητα χρειαζόμαστε πραγματικά ενώ στον αντίποδα μεγαλοποιούμε όσα στην ουσία τους μας είναι άχρηστα. Υπάρχουν ορισμένες σταθερές αξίες στη ζωή μας οι οποίες είναι δύσκολο να κοστολογηθούν πρακτικά. Μπορεί από τη μία πλευρά να υποτιμούνται σε βαθμό αναίσχυντο ενώ έχουν πολλά να προσφέρουν κι από την άλλη να θεοποιούνται σε βαθμό χυδαίο ενώ υποτιμούν τη νοημοσύνη μας.
Η τέχνη, για παράδειγμα, προσφέρει έδαφος για έκφραση σε κάθε επίπεδο και προς πάσα κατεύθυνση. Προσφέρει τον καμβά για να ζωγραφίσει κανείς τα συναισθήματά του, τη σκηνή για να προβάλει τους προβληματισμούς του, τις νότες με τις οποίες θα εκφράσει το ξέσπασμά του και πάει λέγοντας. Ο τρόπος που αξιολογείται όμως το εκάστοτε αποτέλεσμα δεν έχει να κάνει απαραίτητα με την πραγματική αξία του περιεχομένου ή του πίσω κειμένου του μιας κι οι άνθρωποι έχουν μάθει να λειτουργούν με γνώμονα τον στείρο εντυπωσιασμό. Κάπως έτσι μπορεί το πλήθος να εκτινάξει στα ύψη την αξία ενός δημιουργήματος ανεξαρτήτου ποιότητας μόνο και μόνο επειδή αυτό ανήκει σε κάποιο γνωστό όνομα του χώρου ή παρουσιάστηκε με τρόπο βαρύγδουπο και κουλτουριάρικο από τους «ειδικούς».
Θέλοντας πολλοί να δείξουν ότι είναι μέσα στα πράγματα, ότι γνωρίζουν από τέχνη κι ότι δεν είναι τίποτε παρακατιανοί βρε αδερφέ, καταπίνουν αμάσητο οτιδήποτε τους σερβίρει η αφρόκρεμα της λαμπερής υποκρισίας και της φανφάρας στηρίζοντας στην κυριολεξία κενά αέρος την ίδια στιγμή που νέοι καλλιτέχνες πασχίζουν να μας πουν πέντε ουσιαστικά πράγματα με ελάχιστα ως μηδαμινά μέσα. Μια μπανάνα κολλημένη με μονωτική ταινία σε έναν τοίχο μπορεί να κοστίσει χιλιάρικα και να βρει αγοραστή σε χρόνο dt γιατί ο καλλιτέχνης που την κόλλησε ήταν όνομα ή το νόημα πίσω από την μπανάνα μπορεί να έκρυβε το αδυσώπητο κενό μιας απελπισμένης βλεφαρίδας, ενώ ένας πίνακας ζωγραφικής γεμάτος εσώψυχα που θα μπορούσε να αγγίξει καρδιές μένει να μουχλιάζει σε κάποιο ντουλάπι.
Η τεράστια πλατεία ενός γνωστού θεάτρου μπορεί να γεμίσει ασφυκτικά και τα ταμεία να σπάνε επαναλαμβανόμενα για πολλούς μήνες μόνο και μόνο επειδή ο πρωταγωνιστής ή ο σκηνοθέτης είναι πρώτο όνομα και πρώτη μούρη σε μια παράσταση γεμάτη κουπεπέ και στερεότυπα ενώ σε κάποιο υπόγειο την ίδια στιγμή μια ομάδα νέων ηθοποιών κυνηγάει γνωστούς γνωστών με το ντουφέκι μπας και μαζέψει 20 άτομα για να μοιραστεί με τον κόσμο αληθινούς προβληματισμούς λίγο πριν κοιτάξουν τα μέλη της το άδειο ταμείο στο τέλος της ημέρας και σκεφτούν για άλλη μια φορά να τα παρατήσουν.
Τραγούδια με στίχους πιο απλοϊκούς κι απ’ το «μια ωραία πεταλούδα» γίνονται σουξέ εν μία νυκτί μόνο και μόνο επειδή ακούστηκαν από το στόμα κάποιας διάσημης φίρμας ή ανήκουν στον χώρο των σκυλάδικων, την ίδια στιγμή που στίχοι δυνάμει ποιήματα μένουν ανεκμετάλλευτοι σε φακέλους υπολογιστών νέων ανθρώπων οι οποίοι τόλμησαν να μετατρέψουν κάτι από τα πολύτιμα συναισθήματά τους σε λέξεις. Λέξεις που θα μείνουν στα αζήτητα αφού κι οι ίδιοι στα μάτια των σπουδαίων δεν είναι παρά άσημοι ασήμαντοι πουθενάδες.
Κάπως έτσι έχοντας αφήσει την κενότητα και την ψευτοκουλτουροκρατία να μας κυβερνούν μετατρέψαμε την αληθινή τέχνη σε επαιτεία και τους νέους καλλιτέχνες σε ζητιάνους μέχρι νεοτέρας. Δώσαμε χώρο στα παράσιτα να εξαπλωθούν κλαδεύοντας τους καρπούς και τα λουλούδια. Κοιμίσαμε την κρίση μας, την αντίληψή μας, τα συναισθήματά μας κάτω από την ανάγκη των πολλών να ξεχνιούνται και να παλιμπαιδίζουν. Και κάπως έτσι καταδικάσαμε όνειρα και ζωές, δικές μας ή άλλων ταλαντούχων ανθρώπων με ψυχή που επιμένουν να μην τα παρατάνε βασιζόμενοι σε ένα γιγαντιαίο πείσμα. Είναι αυτό και μόνο αυτό που τους κάνει να ξεχνούν για λίγο την πείνα τους. Όμως για πόσο ακόμη, αλήθεια;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου