Στη ζωή μου έχω κάνει διάφορες τρέλες. Άλλοτε περηφανεύομαι για κάποιες από αυτές, άλλοτε αναρωτιέμαι τι στην ευχή σκεφτόμουν όταν τις έκανα. Σε στιγμές μεγάλης παρόρμησης με χαρακτηρίζει μια σχεδόν παιδιάστικη άγνοια κινδύνου. Ή μάλλον, για να ακριβολογήσω, δεν πρόκειται περί άγνοιας αλλά περισσότερο θα έλεγα περί παράβλεψης σε βαθμό κακουργήματος.
Σαν μια τρέλα μου ξεκίνησες κι εσύ. Σαν μια τρέλα, με όλες τις προδιαγραφές του επικίνδυνου. Σαν μια απερισκεψία που όπως άρχισε έτσι τελείωσε: τρελά, σουρεαλιστικά, όπως τα όνειρα. Μέσα σε μια νύχτα.
Όλα ξεκίνησαν μ’ εμένα να ωρύομαι στην άκρη του δρόμου, μιλώντας στο κινητό με τον πρώην, που μέχρι εκείνη τη στιγμή πάλευε να παραμείνει νυν. Διακοπές σε νησί με φίλους, βραδινό μπάνιο και το κερασάκι στην τούρτα εκείνος ο τσακωμός. Δεν έχει σημασία πώς και γιατί, δεν έχει σημασία καμία ερωτηματική αντωνυμία και κανένα ερωτηματικό επίρρημα για εκείνον τον καβγά. Το μοναδικό πράγμα στην όλη ιστορία που έχει νόημα είναι ότι υπήρξε η αφετηρία της γνωριμίας μας.
Κάπου λίγο πριν τα μεσάνυχτα, με θολωμένο το μυαλό μου από τα νεύρα, το μόνο που ήθελα ήταν απλώς να φύγω μακριά απ’ όλους κι απ’ όλα για λίγο, να ξελαμπικάρει το μυαλό μου και να ηρεμήσω. Δεν απευθύνθηκα στην παρέα, γιατί θα με έπρηζαν είτε με παρηγοριές, είτε με ερωτήσεις, είτε με διάφορα κλισέ περί σχέσεων και δυσκολιών. Sorry guys, that’s not for me.
Εκείνη τη στιγμή που σκεφτόμουν πόσο μακριά μπορεί να ήταν ο αόριστος προορισμός μου, αν αποφάσιζα να το κόψω με τα πόδια κι όπου βγει, σε είδα να μπαίνεις στο αμάξι σου κάμποσα μέτρα παραπέρα και να βάζεις μπρος. Μου φάνηκε ότι σε είχα δει και στην παραλία νωρίτερα, ήσουν ο πιο σιωπηλός της διπλανής παρέας που μας είχε πάρει τα αυτιά με τα ομολογουμένως κρύα αντρικά ανέκδοτα που εκσφενδόνιζαν οι υπόλοιποι αφειδώς.
Η φαεινή ιδέα δεν άργησε να τρυπώσει στο μυαλό μου κι έτσι την ώρα που πλησίαζες σήκωσα το χέρι κι έκανα οτοστόπ χωρίς να το κουράσω περισσότερο. Θα μπορούσες να είσαι ψυχάκιας κι εγώ δεν είχα πει σε κανέναν τίποτε για το πού και με ποιον θα ήμουν.
Σταμάτησες, κατέβασες το παράθυρο του οδηγού και μου είπες κοιτώντας με ερευνητικά με ένα αινιγματικό χαμόγελο: «Προφανώς δε φοβάσαι να μπεις στο αμάξι ενός αγνώστου βραδιάτικα, οπότε δε χρειάζεται να σε διαβεβαιώσω ότι δε θα σε πειράξω. Εγώ όμως πώς μπορώ να βεβαιωθώ ότι δεν κινδυνεύω από ‘σένα; Αν θες την αλήθεια αυτή τη στιγμή μου φαίνεσαι λίγο επικίνδυνη. Αν σκεφτεί κιόλας κανείς ότι πριν λίγο σε άκουσε όλη η παραλία…». Αιφνιδιάστηκα, ανταπέδωσα το χαμόγελο και σου απάντησα ότι δε σκόπευα να σε βεβαιώσω για τίποτε, έπρεπε να πάρεις το ρίσκο. Μπήκα στο αμάξι και ξεκινήσαμε. Η ταχυκαρδία που είχα λίγο πριν, από τα νεύρα, παρέμεινε έχοντας όμως αλλάξει πια η αιτία. Για κάποιον λόγο με αναστάτωνες και μάλιστα πολύ.
«Σε ενδιαφέρει το ότι με λένε Κώστα ή να περιοριστώ στα χρέη του σοφέρ;» με ρώτησες. Για απάντηση σου είπα το όνομά μου χωρίς να γυρίσω να σε κοιτάξω. Είχε πολύ καιρό κάποιος να μου προκαλέσει τέτοια νευρικότητα. Ο έλεγχός μου είχε φύγει από το παράθυρο.
Έβαλες μουσική και όταν άκουσα πως έπαιζαν οι Depeche Mode και μάλιστα ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια, δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ. Μου ξέφυγε ένα «γαμάνε!» και σκότωσα ευθύς τη μαγεία της στιγμής. Γέλασες. «Προορισμό δε θα μου πεις; Να σε πάρω μαζί μου;» σε άκουσα να ρωτάς και κρατήθηκα μη μου ξεφύγει ένα λιγωμένο «ναι» που θα ήταν όλο δικό σου. Αντ’ αυτού σου είπα πως δεν ήθελα να γυρίσω στο ξενοδοχείο, αλλά προφανώς δε γινόταν να κάνω αλλιώς. «Πάμε βόλτα. Δε θα μιλάω, κιχ δε θα κάνω. Μου αρέσουν πολύ οι νυχτερινές βόλτες με τ’ αμάξι. Εγώ έτσι κι αλλιώς γι’ αυτό έφυγα πριν. Με κούρασε λίγο ο παλιμπαιδισμός τους. Καλά παιδιά αλλά όχι για πολλές ώρες.» Συμφώνησα, έκλεισα το κινητό για να μη μ’ ενοχλήσει κανείς και συνεχίσαμε, άγνωστο για πού. Λίγη σημασία είχε εξάλλου.
Μαζί σου ένιωσα σε μία βόλτα με αμάξι τα περισσότερα από αυτά που με είχαν κάνει να αισθανθώ όλοι όσοι είχα γνωρίσει ως τότε. Ήσουν μυστηριώδης χωρίς να είσαι απόμακρος. Ένιωθα οικειότητα αλλά και τρελή αμηχανία. Ήθελα να σου ορμήσω αλλά και να σε αγκαλιάσω την ίδια στιγμή.
Δεν καταφέραμε να μείνουμε αμίλητοι για πολύ. Ήθελα να σε γνωρίσω, κι εσύ έμενα. Ρούφηξα όλα όσα χωρούσαν σε μια νύχτα, σε άκουγα να μου μιλάς για σένα και δε σε χόρταινα. Κι εκείνο το λοξό σου χαμογελάκι… σκότωμα ήταν γαμώτο.
Σε ήθελα. Δε με ένοιαξε το ότι η διάρκειά μας θα ήταν όσο ενός ονείρου, αν μεταφράσει κανείς σε πραγματικότητα τα δευτερόλεπτα που διαρκεί ένα όνειρο. Η ιστορία μας ήταν λίγες ώρες, ένα βράδυ. Αλλά σε ήθελα και σου το έδειξα χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.
Εκείνο το φιλί άθελά μου το συγκρίνω με όλα τα επόμενα. Όπως και όλα όσα επακολούθησαν εκείνη τη νύχτα και μ’ έκαναν να πιστέψω στη χημεία των σωμάτων όσο ποτέ άλλοτε. Δε σε ήξερα, δε με ήξερες. Ούτε τώρα σε ξέρω ή εσύ εμένα, αν περιοριστώ στο τι προλάβαμε να πούμε για τις ζωές μας. Κι όμως είμαι σίγουρη ότι το πιστεύεις κι εσύ πως μάθαμε ο ένας τον άλλον σε ένα άλλο επίπεδο, ακατανόητο, βαθύ, που τα λόγια δεν αρκούν για να το εξηγήσουν σε κανέναν κυνικό.
Δεν υπήρχε συνέχεια στο μεταξύ μας, το ξέραμε ήδη. Αλλού εσύ, αλλού εγώ. Κι αυτό που έζησα εκείνη τη νύχτα δεν ήθελα να το φάει το «γαμώτο» της απόστασης κι όσα αυτή σέρνει μαζί της.
Δε θα πω ότι σε περιμένω, δε μου ταιριάζει να περιμένω σαν άλλη Πηνελόπη κάτι που δεν ξέρω αν και πότε θα ‘ρθει. Η ζωή κυλάει. Θα ήθελα, όμως, να σε συναντήσω στο τέλος της διαδρομής κι ας έχω κάνει στάσεις ενδιάμεσα, ας έχω γνωρίσει κι άλλα μέρη κι άλλα βλέμματα κι άλλα χάδια. Ναι, ζωή λέγεται και θέλω να τη ζήσω. Αλλά γαμώτο…θα ήθελα να είσαι ο προορισμός μου.