Αν νιώθεις ότι λυγίζεις ή ακόμη κι αν νιώθεις ότι έχεις σπάσει ήδη σε χίλια κομμάτια, δεν είναι αυτό που σε καθορίζει ως αδύναμο άνθρωπο. Για την ακρίβεια, σχεδόν τίποτε δε σε καθιστά αδύναμο άνθρωπο. Είμαστε όλοι απλώς άνθρωποι. Κανείς και καμιά δεν έχει βρεθεί στα δικά σου παπούτσια ως τώρα, γι’ αυτό κάνεις και καμιά δεν έχει δικαίωμα να σε κρίνει για όλα όσα αισθάνεσαι. Στις πιο απάλευτες στιγμές μας, ένα από τα δείγματα της δύναμης που κρύβουμε μέσα μας βρίσκεται κάπου μέσα στην ανάγκη μας να ζητήσουμε βοήθεια. Ένα πρώτο και σημαντικό βήμα του προσωπικού πείσματος που κρύβεις μέσα σου είναι αυτό.
Κάπως έτσι κι εγώ, όταν ήρθα αντιμέτωπη με το τέρας της μείζονος κατάθλιψης για πρώτη φορά στη ζωή μου, ήμουν ακόμη μικρή. Για να το θέσω διαφορετικά, ήμουν ακόμη κάπως ανώριμη με βάση τις δικές μου τωρινές εκτιμήσεις. Πίστευα, που λες, τότε, πως αν ζητήσω καθοδήγηση ώστε να μπορέσω να σταθώ στα πόδια μου ξανά, θα σήμαινε αυτομάτως πως είμαι αδύναμη να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Το πάλεψα, παρ’ όλα αυτά, δε λέω. Για αρκετό καιρό έμοιαζε, μάλιστα, σαν να τα είχα καταφέρει. Βλέπεις, μετά από ένα ακραίο γεγονός που σημάδεψε τη ζωή μου το οποίο είχε να κάνει με θέματα υγείας, μου γύρισε το μάτι. Είπα μέσα μου πως αν βγω ζωντανή από όλο αυτό θα ξαναγεννηθώ. Για αρκετά χρόνια μετά έμοιαζε σαν να τα είχα καταφέρει. Έλυνα κι έδενα, ή τουλάχιστον έτσι ένιωθα, στους τομείς που τότε έμοιαζαν πιο σημαντικοί στα μάτια μου.
Έχεις αναρωτηθεί ποτέ πόσο θολά είναι τα όρια μεταξύ του λύνω όντως ένα πρόβλημα και του προσποιούμαι πως το έχω λύσει χώνοντάς το κάτω από το χαλί; Διότι, δύναμη δεν είναι το να μπεις σε survival mode για να διατηρήσεις τα βήματα που έκανες μπροστά, από ενοχή πως αν ξανακυλήσεις θα είσαι το τίποτα. Δύναμη είναι η απόφαση για στήριξη που θα τολμήσεις να παραδεχτείς ότι χρειάζεσαι και μετά πως χρειάζεσαι ξανά, προκειμένου να ξεφύγεις από το βασανιστήριο στο οποίο έχει μετατραπεί η ύπαρξή σου. Δύναμη είναι η ενδόμυχη διάθεση του είναι σου να τα βάλει με αυτό το τέρας, όσο εσύ νιώθεις ότι δεν υπάρχεις καν. Ή -ακόμη χειρότερα- όσο εσύ νιώθεις πως το ότι υπάρχεις και μόνο, αποτελεί μεγαλύτερο πόνο από το να μην υπήρχες.
Έτσι κι εγώ, έφτασα, που λες, κάποια στιγμή, έχοντας μαζέψει αθροιστικά αμέτρητα κατάλοιπα μέσα μου, να παρακαλάω να μην ξυπνήσω την επόμενη μέρα. Κατάλοιπα τα οποία δεν είχα αντιμετωπίσει μέχρι τότε. Είχα καταφέρει απλώς να τα καλύψω επιτυχώς τόσο, όσο να μη με ενοχλούν στην καθημερινότητά μου. Μια καθοριστική αφορμή, όμως, στάθηκε κάποια στιγμή ικανή να με ξεμπροστιάσει παταγωδώς. Έφτασα τότε να θεωρώ την ανατολή -αυτό το τόσο αισιόδοξο για τους πολλούς φαινόμενο- κατάρα. Έφτασα στο σημείο να εύχομαι να βρισκόταν ένας τρόπος να φύγω ανώδυνα στον ύπνο μου, γιατί το να ξυπνάω σε αυτόν τον κόσμο μού ήταν αβάσταχτο.
Θα μπορούσε κάποιος ή κάποια να ρωτήσει δικαίως, όσο βάρβαρο κι αν ακούγεται, γιατί τελικά δεν αποφάσισα να κάνω εγώ η ίδια αυτό που τόσο έμοιαζε να έχω ανάγκη με βάση τον αβάσταχτο πόνο μου. Με βάση όλα αυτά που ένιωθα τα οποία δεν ήταν καν απλός πόνος. Κι όμως, δεν ήταν η δειλία απέναντι σε ένα τέτοιου είδους τέλος. Ήταν ένα καλά κρυμμένο συναίσθημα που θα μπορούσα να μην είχα πάρει ποτέ πρέφα. Ένα συναίσθημα το οποίο μου ψιθύριζε πάντα σχεδόν σαν εμμονικό σύμπτωμα, ότι όσο κι αν εγώ μισώ τη δική μου ζωή στην εκάστοτε φάση, η ζωή γενικά είναι ανά στιγμές όμορφη.
Σε καμία περίπτωση δεν ήμουν ικανή τότε να το συνειδητοποιήσω πραγματικά. Αυτό που στ’ αλήθεια με κράτησε ζωντανή ήταν η φαινομενικά ξεχασμένη μου ανάγκη για ζωή, η οποία σαν ένα αρχέγονο βαθύτερο ένστικτο με οδήγησε στο να ζητήσω επιτέλους αυτήν την περιβόητη βοήθεια, αφού ήξερα πια ότι εγώ, μόνη μου, ήμουν το ακριβώς αντίθετο της νηφαλιότητας εκείνη την περίοδο.
Ζήτησα, που λες, βοήθεια. Μάλιστα, δε θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη μέρα που έσκασα μύτη στο γραφείο της ψυχοθεραπεύτριάς μου λίγο πριν τα βροντήξω όλα χωρίς ίχνος κουράγιου, κάνοντας μια νέα αρχή σε μια άλλη πόλη. Μπήκα μέσα ως σκιά, όχι ως άνθρωπος, λέγοντας της απλώς ένα απόλυτα ειλικρινές «σε παρακαλώ, βοήθησέ με». Εκείνη, λοιπόν, ήταν η μέρα που γεννήθηκα στην κυριολεξία για δεύτερη φορά ξανά. Παλεύοντας με θεούς και δαίμονες και βιώνοντας πια, εγώ για μένα, τόσο τον ακραίο πόνο του τοκετού όσο και την επώδυνη διαδρομή της ενηλικίωσης, κατάφερα καιρό μετά, να σταθώ επιτέλους όρθια.
Στην ψυχοθεραπεία, βλέπεις, δεν έχεις απέναντι σου έναν άνθρωπο ο οποίος τελεί χρέη θεού απαλλάσσοντάς σε από κάθε φόβο ή πόνο ως δια μαγείας. Έχεις δίπλα σου έναν άνθρωπο ο οποίος απλώς, όντας νηφάλιος και γνώστης, σε βοηθάει να παλέψεις εσύ και μόνο εσύ με τα σκοτάδια σου. Δική σου είναι η νίκη, δικό σου το πείσμα, δική σου όλη η σκληρή δουλειά. Όσο νιώθεις πως η υπόστασή σου ολόκληρη είναι αιτία αβάσταχτου πόνου, έχεις δύο επιλογές. Η μία είναι να αφεθείς εντελώς και να βουλιάξεις ό,τι κι αν αυτό σημαίνει. Ούτε σε αυτήν την περίπτωση θα είχε δικαίωμα κάποιος να σε κρίνει φυσικά. Η άλλη επιλογή, όμως, είναι να βρεις τα κότσια να παραδεχτείς πως εσύ έχεις φαινομενικά τερματίσει και να ζητήσεις από έναν άλλον άνθρωπο, ικανό να σε αφυπνίσει, να το κάνει. Μαζί σου. Με σένα στο κουπί.
Κλείνοντας κάπου εδώ, θα πω ότι ο δρόμος στην αρχή είναι τόσο μακρύς που φαντάζει ατελείωτος. Σε παρακαλώ, όμως, αν έστω και λίγο σε βρήκες κάπου μέσα σε αυτές τις γραμμές, μη σε παρατάς. Κι αν χρειαστεί να ζητήσεις ποτέ βοήθεια, να θυμάσαι πάντα πως αυτό είναι το πιο θαρραλέο βήμα που θα μπορούσε να κάνει ένας άνθρωπος με αυτοεκτίμηση.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου