«Φίλε έλα απόψε που πονάω», δε λέει ο στίχος; Διότι ποιος θα τρέξει μέσα στη μαύρη νύχτα ν’ ακούσει τον αβάσταχτο πόνο μας αν όχι ο κολλητός ή η κολλητή μας που σε τίποτε δεν έφταιξε μα όλα τα πληρώνει;
Πιάνει το χάραμα κι εσύ κολλημένος. Βλέμμα στο ταβάνι, μάτι γαρίδα, μυαλό κανταΐφι, καρδιά λαβωμένη βαθύτατα -γιατί ποιος ξέρει τι κακό σε βρήκε και ποια άπονη ύπαρξη πλήγωσε τα αισθήματά σου- φλερτάρεις επικίνδυνα με την αϋπνία και δυστυχώς εκείνη σου κάθεται χωρίς νάζια και τσαλίμια.
Κάπου μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας βαριέσαι να μιλάς με τα μαξιλάρια και να σου απαντάνε τα πατώματα, οπότε αποφασίζεις ότι αν δεν τα πεις σε έναν άνθρωπο με σάρκα κι οστά θα σκάσεις.
Για ποιον χτυπάει η καμπάνα; Μα φυσικά για σένα φίλε (ανεξαρτήτως φύλου), σκέφτεσαι, αφού είναι σχεδόν σίγουρο ότι μέσα στην άγρια νύχτα ανυπομονούσε για ένα σου σημάδι μόνο, ένα τηλέφωνο βρε αδερφέ και μια ακόμη πολύωρη υπερανάλυση πάνω στο ίδιο θέμα που συζητούσατε μόλις ελάχιστες ώρες πριν.
Πολλά μπορεί να άλλαξαν μέσα σε λίγες ώρες, βλέπεις. Μπορεί να απέκτησε άλλο νόημα το τελευταίο εκείνο μήνυμα του ανεκπλήρωτου έρωτά σου ή μπορεί να βρέθηκε μια λογική ερμηνεία στο γιατί το όχι του δεν είναι ναι κι είναι όχι και πώς τολμάει εδώ που τα λέμε κι είναι όχι!
Αλέρτ, λοιπόν και με το κινητό στο χέρι καλείς κι όποιον πάρει ο Χάρος. Βραχνιασμένη, χαωμένη φωνούλα ακούγεται απ’ την άλλη μεριά στην καλύτερη περίπτωση, πράγμα που θα πει ότι τουλάχιστον δεν ξενέρωσες το κολλητάρι σου πάνω στο σεξ.
Δεν μπαίνεις καν στον κόπο να κατατοπίσεις τον έρμο το συνομιλητή σου περί τίνος πρόκειται και λίγο πριν βγει ο ήλιος βγήκες παγανιά εσύ. Το πιάνεις από εκεί που το είχατε αφήσει όσο ακόμη ήταν μέρα και δε σε νοιάζει αν από μέσα ακούγεται ροχαλητό, καντήλια ή τα απελπισμένα «ναι» της συγκατάβασης του γιατρού.
Δώσε μουρμούρα, δώσε παράπονο, δώσε γιατί και πώς, δώσε πόνο γενικά κι ο ύπνος γίνεται ξαφνικά για εσάς μια βαρετή πολυτέλεια. Βγάζεις πρώτα μια ωραιότατη διάλεξη -γιατί έχεις κι οίστρο 5 η ώρα το πρωί όπως κάθε νορμάλ άνθρωπος-, αλλά μετά έχεις την απαίτηση το φιλαράκι σου να απαντήσει σε κάθε –συνήθως ρητορικό- σου ερώτημα, ένα προς ένα.
Και γιατί μου είπε έτσι, και πώς γίνεται να εννοούσε αυτό κι όχι το άλλο και τι να κάνω τώρα να απαντήσω έτσι ή αλλιώς και ξενέρωσα, ρε φίλε, να πάει να γαμηθεί κι η λίστα των προβληματισμών και της γκρίνιας όλο μεγαλώνει.
Για να μη μιλήσω για κάτι βράδια ανεκδιήγητα που απλώς βαριέσαι και θες απεγνωσμένα να μαλακιστείς ή εκείνα τα άλλα που σε πιάνει ο τρόμος μετά από κάποιον φοβερό εφιάλτη και βλέπεις μπροστά στα μάτια σου να ξετυλίγεται όλο το American Horror Story μαζί με τη νέα σεζόν. Άμεση δράση ο φίλος ωσάν άλλος ghost buster αναλαμβάνει μέσω κινητής τηλεφωνίας να εξοντώσει με κάθε πιθανό τρόπο τα πνεύματα του κακού που έχουν εισβάλλει σπίτι σου.
«Και μόλις άνοιξα τα μάτια μου είδα στη θέση του ανεμιστήρα ένα κοριτσάκι με ρούχα εποχής να με κοιτάει», μου είπε πρόσφατα ο κολλητός μου, όμως ευτυχώς την ώρα που με έπαιρνε τηλέφωνο δεν ήμουν σε θέση να απαντήσω. Έκανα το λάθος, βέβαια, και μίλησα μαζί του αργότερα.
Γιατί ο φίλος όπως και να ‘χει είναι πάντα εκεί, κερί αναμμένο, έτοιμος να ακούσει κάθε σου παρανοϊκή ιδέα κι άμα λάχει να σε ηρεμήσει χάνοντας ο ίδιος τελικά τον ύπνο του για πάρτη σου. Μπορεί να σε βρίσει στην αρχή. Μπορεί να τον πάρει και λιγάκι ο ύπνος με το κινητό στ’ αυτί, να χάσει καμιά οξεία στο ενδιάμεσο απ’ αυτά τα υψίστης σημασίας θέματα που τριβελίζουν το μυαλουδάκι σου, αλλά στο τέλος άκρη θα βγάλει και θα σου σταθεί ακόμη κι αν ο μαύρος κύκλος του φτάσει εξαιτίας σου στο γόνατο.
Και κάπως έτσι ξέρεις ήδη ότι την επόμενη φορά θα είσαι εσύ πιθανότατα στη θέση του κι εκείνος στη δική σου. Θα κληθείς εσύ να ξενυχτίσεις αγκαλιά με το κινητό για χάρη του και θα είσαι εσύ αυτός που θα αναλάβει μεταμεσονύχτια σπέσιαλ ψυχανάλυση άνευ αποδοχών. Έτσι είναι αυτά, φιλαράκι. Ή κοιμούνται κι οι δύο ή κανείς. Άγραφος νόμος στα κιτάπια κάθε φιλίας που σέβεται τον εαυτό της. Άντε και καλό μας ξημέρωμα.
Επιμέλεια Κειμένου Έλλης Πράντζου: Πωλίνα Πανέρη