Τόσα χρόνια το ένιωθα, μου έλειπες. Μου έλειπες, θα έλεγα, εγκληματικά κι όμως δεν κατάφερνα σχεδόν ποτέ να εστιάσω στο τι πραγματικά είσαι. Σε αγαπούσα, σε ζήλευα, σε ήθελα, σε αποζητούσα. Πίστευα σε σένα αλλά περισσότερο από όλα τα παραπάνω, τελικά, σε φοβόμουν. Μάλλον γι’ αυτό σε κρατούσα φυλακισμένη στο υποσυνείδητό μου όσο άφηνα αβέρτα τα κατάλοιπα να κάνουν σουλάτσο στο κεφάλι μου παίρνοντας τα ηνία συχνότερα από όσο θα άντεχε κανείς. Κάτι μέσα μου φοβόταν την πιθανότητα πως αυτό το ανήμερο θεριό που αντιπροσωπεύεις θα τρόμαζε κι ό,τι περισσότερο αγάπησα.
Έτσι, κάποτε σε κατάπια σχεδόν ολόκληρη κι έδωσα τη θέση σου σε μια φτηνή απομίμηση που προσπαθούσε να το παίξει θηρίο ενώ νιαούριζε σαν νεογέννητο φοβισμένο γατί μακριά από τη μάνα του, υπό την επήρεια του πιο ακραίου συναισθήματος. Δεν ήξερα, βλέπεις, πώς να σε διαχειριστώ. Πώς να με διαχειριστώ. Δε μου έμαθε ποτέ κανείς πώς να παραδεχτώ το ροντέο που προσωποποιείται μέσα από το ακραίο σου πείσμα. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν μην τυχόν και σκιαχτεί η ανώριμη ακόμη αγάπη που γνώρισα πάνω που είχα ξεκινήσει να γνωρίζω εσένα.
Με γοήτευες. Κι όταν κατάφερνες για λίγο να ξεμυτίσεις γοήτευες κι όποιον άλλο άνθρωπο στεκόταν σε ακτίνα βολής γύρω σου. Αχ, αυτή η φύση σου η τόσο παθιασμένη. Η ερωτεύσιμη. Η ακούσια ακαταμάχητη. Έπρεπε να μας αγκαλιάσει ο θάνατος για να καταφέρεις να μου ξεφύγεις και να ξαναγεννηθείς. Έπρεπε να πεθάνει, έστω συμβολικά, μία από τη δυο μας για να ζήσει η άλλη. Για την ακρίβεια, έπρεπε η ίδια η αγάπη να σκοτώσει εκείνο που κάποτε γέννησε μέσα μου, με τα ίδια της τα χέρια. Ξέρεις, όμως, τι κατάλαβα στο τέλος αυτής της μοιραίας ιστορίας; Δε θα τρόμαζες εσύ την αγάπη. Εσύ ήσουν η μόνη που θα μπορούσε να την κρατήσει τελικά ζωντανή ως έρωτα. Ως τρομαγμένη, την τρόμαξα. Ως τρομαγμένη τη σκότωσα πρώτη εγώ. Ως τρομαγμένη έκανα τους φόβους μου προβολή πάνω της. Μα χάνοντας εκείνη, κέρδισα εσένα.
Να πω χαλάλι; Όχι, δε θα το πω. Υπήρξα τόσο μ@λάκ@ς που θα μπορούσα να σας έχω και τις δύο, γιατί να πω χαλάλι ενώ τα σκάτωσα, λοιπόν; Τα μαθήματα είναι επώδυνα, το ξέρω. Δεν κλαίγομαι. Ίσα ίσα στέκομαι πλέον περήφανα μπροστά στον καθρέφτη μου κι αντικρίζω επιτέλους εσένα. Εμένα. Λίγο το ‘χεις αυτό; Απλώς, να. Αφού τα λέμε απόψε όλα όσες ευθύνες μου αναλογούν τις ανέλαβα. Τώρα σειρά σου. Θα ήθελα να σου κάνω μια ερώτηση αφού, κακά τα ψέματα, ακόμη κι ανάμεσα σε δύο εαυτούς ποτέ δε φταίει μονάχα ο ένας. Γιατί επέτρεψες στον φόβο να σε καβαλήσει; Γιατί την άφησες να σε αλυσοδέσει, γιατί δεν αντιστάθηκες; Τέλος πάντων. Τώρα προχωράμε. Μόνο που δε θα σε συγχωρήσω ξανά ποτέ, αν επιτρέψεις κι άλλη απώλεια στο μέλλον. Αν γονατίσεις αμαχητί μπροστά σε οτιδήποτε δε σου αξίζει. Αν θυσιάσεις κι άλλη αγάπη σαν είδος αναλώσιμο, ενώ τόσο σπάνια αγαπάς, στον βωμό των ηλίθιων φόβων μου. Φαντάζομαι πως ούτε εσύ θα με συγχωρούσες αντίστοιχα αν σε έπνιγα ξανά στην άβυσσό μου.
Μας συμφέρει να τα έχουμε καλά εμείς οι δυο εαυτέ. Εγώ μαζί σου μετακινώ βουνά εσύ μαζί μου παραδέχεσαι συναισθήματα. Τώρα δώσ’ της αυτό που της αξίζει. Αφού σου χτύπησε την πόρτα ξανά η αγάπη, τώρα στάσου μπροστά της καθαρή. Ντόμπρα. Αδίστακτη και δίκαιη. Μην την τρομάξεις μα κυρίως μην αφήσεις εκείνη να τρομάξει εσένα. Κράτα τη. Πάνω απ’ όλα, όμως, κράτα εσένα γερά. Μόνο έτσι θα μείνει μαζί σου. Αν είσαι εκεί. Παρούσα. Δίπλα σε μια απουσία κανείς δεν παραμένει ερωτευμένος για πολύ. Να το θυμάσαι αυτό εαυτέ. Και δώσε της αυτό που της αξίζει. Καλώς ήρθες.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου