Ας κάνουμε ένα μικρό πείραμα: αν σκεφθείτε τη λέξη «γραμματέας», ποια εικόνα θα σχηματιστεί στο μυαλό σας; Σε ένα συντριπτικό ποσοστό, μιας νέας κοπέλας, με βασική της ασχολία οτιδήποτε άλλο πέραν των καθηκόντων της, που τρέφει μεγάλη συμπάθεια ή έντονη έχθρα ως προς τον προϊστάμενό της. Κάτι σαν τη γραμματέα του Δημήτρη Παπαμιχαήλ, στη «Μοντέρνα Σταχτοπούτα». Ε, αυτό, κυρίες και κύριοι, είναι ένα στερεότυπο. Μια εικόνα που αντιστοιχεί σε ένα πρόσωπο, που έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που όμως του αποδίδονται εντελώς αυθαίρετα, δεδομένου ότι πίσω από την ιδιότητα υπάρχει ένας πραγματικός άνθρωπος, με το χαρακτήρα του, τα βιώματά του, τη δική του προσωπικότητα. Το στερεότυπο, όμως είναι ισχυρό και τις περισσότερες φορές αδικεί κατάφωρα αυτόν στον οποίο απευθύνεται.

Πρόκειται όμως για αντιλήψεις βαθιά ριζωμένες στους περισσότερους από εμάς κι αυτές προέρχονται από διάφορες πηγές: οικογένεια, τηλεόραση, κινηματογράφο, φιλικό και κοινωνικό περιβάλλον κ.α.. Αυτές οι αντιλήψεις, έχετε σκεφτεί με ποιο τρόπο επηρεάζουν τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους; Αν κρίνοντάς τους με βάση αυτές, είμαστε δίκαιοι κι αντικειμενικοί στο συμπέρασμά μας; Κι αν εν τέλει μάς οδηγούν στο να απορρίψουμε πρόσωπα χωρίς να έχουμε κανένα αξιόλογο κριτήριο;

Ας μιλήσουμε για παράδειγμα, για τις ερωτικές σχέσεις. Στον τομέα αυτόν, τα λεγόμενα κοινωνικά στερεότυπα βρίσκουν πεδίον δόξης λαμπρόν. Ξεκινώντας από την εμφάνιση και συνεχίζοντας στο επάγγελμα, το επίπεδο εκπαίδευσης, την οικονομική κατάσταση, ακόμα κι άλλα στοιχεία, εντελώς εκτός λογικής, όπως ο τόπος καταγωγής ή ο τόπος κατοικίας, υπάρχουν σχετικές προκαταλήψεις που αυθαίρετα οδηγούν σε συμπεράσματα για το πρόσωπο. Συμπεράσματα που σε κάθε περίπτωση στοιχειοθετούνται έχοντας ως βάση ένα στερεότυπο.

Ας κάνουμε, λοιπόν, την υπόθεση εργασίας ότι γνωρίζουμε κάποιο πρόσωπο, με το οποίο υπάρχει μια καταρχήν έλξη. Λέμε δυο κουβέντες και σύντομα μαθαίνουμε ότι δεν πληροί ένα προς ένα τα ανόητα κουτάκια περί κοινωνικών κλισέ, περί στάτους quo, περί κοινωνικού πρεστίζ κι όλα τα συναφή κλισέ που έχουν γεννηθεί για να διαχωρίζουν τους ανθρώπους σε λιγότερο και περισσότερο ποιοτικούς. Ποια θα είναι ειλικρινά η αντίδρασή μας, έστω και υποσυνείδητα; Η απάντηση, συνήθως βρίσκεται, στο είδος των στερεότυπων με τα οποία έχουμε γαλουχηθεί.

Κι επειδή τα κοινωνικά στερεότυπα είναι συγκεκριμένα, οι περισσότεροι από εμάς, λαμβάνοντας μια πληροφορία που δε συμφωνεί με αυτό που θεωρούμε ποιότητα ή ποιοτικό, σε ένα βαθμό θα απογοητευόμασταν. Κάποιοι περισσότερο, κάποιοι λιγότερο. Κάποιοι θα αφήναμε τη συζήτηση να σβήσει, κάποιοι θα την «κάναμε» ίσως και άτσαλα, βλαστημώντας την τύχη μας. Λίγοι ωστόσο, θα ήταν αυτοί που θα συνέχιζαν την επικοινωνία ανεπηρέαστοι. Που, με μια κουβέντα, θα έδιναν την ευκαιρία πρώτα στον εαυτό τους να τον γνωρίσει και μετά και στον άλλον άνθρωπο, να δείξει ποιος είναι αλλά κυρίως να ξεκολλήσουν οι ίδιοι από τη λογική του «σηκώνω τη μύτη ψηλά».

Κι αυτό γιατί το άτιμο το στερεότυπο, είναι μεγάλος λάκκος, βαθύς και μέσα στη λάσπη. Έτσι, χωρίς να το σκεφτούμε δεύτερη φορά, ακούγοντας ότι κάποιος προέρχεται ας πούμε από μια λαϊκή ή οικονομικά υποβαθμισμένη περιοχή, καταλήγουμε στο αυθαίρετο και άδικο συμπέρασμα ότι πιθανότατα είναι ακαλλιέργητος, ή αν μάθουμε ότι κάποιος δεν έχει πανεπιστημιακή μόρφωση κι έχει φτάσει μέχρι το λύκειο, ότι πιθανότατα δεν είναι ιδιαίτερα ευφυής ή ότι είναι γενικά αμαθής, ή αν η δουλειά του είναι χειρωνακτική, ότι η διάνοιά του υποχρεωτικά υπολείπεται αυτής των επιστημόνων.

Φυσικά, τίποτα από τα παραπάνω δεν επιβεβαιώνεται, από καμία στατιστική, αλλά πολύ περισσότερο από την καθημερινότητα και την εμπειρία της ίδιας της ζωής. Για να μην αναφερθούμε στον παράγοντα της συναισθηματικής νοημοσύνης, που στην ανάλυση η οποία βασίζεται σε τέτοιες προκαταλήψεις, δε συμμετέχει πουθενά. Στ’ αλήθεια, χρειάζεται κανείς πανεπιστημιακό τίτλο για να είναι τρυφερός, δοτικός ή ευαίσθητος; Ή ανάποδα, είμαστε σίγουροι ότι τα πτυχία αυτομάτως προικίζουν με ενσυναίσθηση, ευγένεια και καλοσύνη;

Παρ’ όλα ταύτα, όμως, οι μασίφ παραδοχές με τις οποίες μπορεί να είμαστε μπολιασμένοι, μάς ρίχνουν συχνά στην παγίδα, της άκριτης και βιαστικής απόρριψης. Κι έτσι όχι μόνο αδικούμε αβέρτα ανθρώπους, αλλά πρωτίστως τους εαυτούς μας. Προσπερνώντας προσωπικότητες, ανθρώπους που είναι πραγματικά αξιόλογοι, ή ακόμα και τον έρωτα της ζωής μας, χάριν κάποιας κλισεδιάς που πειστήκαμε ότι πρέπει να ορίζει την ποιότητα.

Αξίζει να είμαστε πιο ανοιχτόμυαλοι στην επικοινωνία μας με τους άλλους. Γιατί πολλές φορές κάποιος δεν είναι αυτό που φαίνεται ή δε φαίνεται αυτό που είναι.

 

Συντάκτης: Μαριάννα Πολένα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου