Πολύ καλό για να είναι αληθινό. Ε, λοιπόν, αυτό ισχύει και με την ανθρώπινη συμπεριφορά καμιά φορά. Που σημαίνει ότι είναι στην ανθρώπινη φύση να βγάζουμε προς τα έξω την καλύτερή μας εκδοχή, προκειμένου να καλύψουμε μια συμπεριφορά που γνωρίζουμε ότι ήταν λανθασμένη.
Ενοχή. Αυτό είναι το συναίσθημα που συχνά μας ωθεί να δείχνουμε τον καλύτερό μας εαυτό. Ενοχή και οι τύψεις που την ακολουθούν και που όντας καλοί, συγκαταβατικοί και ήπιοι, κάπως τις μετριάζουμε. Συμβαίνει σχεδόν σε όλες τις σχέσεις: με το σύντροφο, τους συνεργάτες, ακόμα και με τα παιδιά μας. Αφήστε που ειδικά αν πρόκειται για ερωτική σχέση, είναι σχεδόν κανόνας: όσο μεγαλύτερη η καλοσύνη, τόσο μεγαλύτερο το κέρατο.
Πέρα από την πλάκα που προφανώς στηρίζει το κλισέ, η συμπεριφορά αυτή, πυροδοτείται από συγκεκριμένο μηχανισμό, σχεδόν αντανακλαστικά. Τη στιγμή που συνειδητοποιούμε ότι υπήρξαμε άδικοι με κάποιον, ότι ενδεχομένως λειτουργήσαμε με τον λάθος τρόπο, προσπαθούμε να το ισοφαρίσουμε, κάνοντας κάτι θετικό δίνοντας τον καλύτερό μας εαυτό για να εμφανίσουμε ένα τέλειο προφίλ. Συχνά και κάτι υπερβολικό, ή ακόμα κι αχρείαστο ακριβώς γιατί έτσι πιστεύουμε ότι θα του δείξουμε την καλή μας πλευρά, που τείνει να ξεχαστεί. Κάτι σαν να ξαναπλασάρουμε τον εαυτό μας με την ελπίδα να μη βγει ελαττωματικό το προϊόν.
Επίσης ένας άλλος λόγος για τον οποίο γινόμαστε όσο καλύτεροι μπορούμε, πέραν της δικαιοσύνης, είναι και η ανάγκη μας για τη λεγόμενη έξωθεν καλή μαρτυρία. Που σημαίνει ότι όλοι επιθυμούμε να είμαστε γενικά αρεστοί ή τουλάχιστον το όνομά μας να μην αποτελεί συνώνυμο του αντιπαθητικού της παρέας. Ως εκ τούτου, έχουμε την τάση να αμβλύνουμε κατά το δυνατόν τις όποιες κακές εντυπώσεις ξέρουμε ότι μπορεί να αφήσαμε.
Κι αν η παραπάνω συμπεριφορά δείχνει λογική, υπάρχει κι η ακραία εκδοχή της, που ουσιαστικά αποτελεί μια ψυχοπαθολογική κατάσταση, γνωστή και ως Σύμπλεγμα Ενοχής. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να αισθανόμαστε ένοχοι, χωρίς στην πραγματικότητα να υπάρχει λόγος γι’ αυτό. Παίρνουμε έτσι την ευθύνη για πράγματα που συνέβησαν, αλλά δεν ήταν στον έλεγχό μας να τα αποτρέψουμε, ή ακόμα και για αρνητικά γεγονότα στα οποία δεν είχαμε καμία εμπλοκή. Με τον τρόπο αυτό, νιώθοντας υπεύθυνοι μέχρι και για το Προπατορικό Αμάρτημα, υιοθετούμε μια μονίμως απολογητική στάση, απέναντι σε όλους και ταυτόχρονα κάνουμε τα αδύνατα δυνατά να τους ευχαριστήσουμε, ώστε να μας συγχωρήσουν για το όποιο λάθος θεωρούμε ότι κάναμε.
Το λες και πρόβλημα.
Όταν όμως η ανάγκη μας για να παρουσιάσουμε τον καλό μας εαυτό σχετίζεται με πραγματικά γεγονότα που μας κάνουν να νιώθουμε τύψεις, το πράγμα εξηγείται απολύτως. Ο μόνος κίνδυνος είναι να φερόμαστε καλά μόνο για να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες μιας προηγούμενης, αρνητικής συμπεριφοράς. Κι αυτό μπορεί να είναι μια καθαρά χειριστική λογική, που στόχο έχει να φέρει τους άλλους στα νερά μας, να τους καθησυχάσει και να μας εξιλεώσει. Με αυτό το modus vivendi, μπορεί να δίνουμε στον εαυτό μας το άλλοθι να κάνει πάντα αυτό που θέλει και μετά να επανέρχεται προκειμένου να το ισοφαρίσει με μια θετική πράξη.
Μόνο που η λογική «να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι», συνήθως έχει κοντά πόδια και περιορισμένη δράση. Κάποια στιγμή, η κακή εντύπωση που δώσαμε δε θα αμβλύνεται, ακόμα κι αν προσφέρουμε τον ουρανό με τ’ άστρα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου