Άνοιγες τα μάτια σου το πρωί και ήξερες ότι όπου να ‘ναι θα ακουστεί ο χαρακτηριστικός ήχος του μηνύματος. Η καλημέρα. Ίδια πάντα, σχεδόν κλισέ, αλλά η καρδιά σου έχανε έναν χτύπο κάθε φορά. Τα χέρια σου έτρεμαν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Το «καλημέρα μωρό μου», ήταν ό,τι χρειαζόσουν για να ξεκινήσεις τη μέρα σου. Κι ύστερα, στην τρέλα της δουλειάς, θα έπαιρνες ένα «σε σκέφτομαι», ή εκείνο το «μου λείπεις». Μαύρες κουκίδες σε λευκό φόντο. Μικροσκοπικά σημάδια με τεράστια επιρροή πάνω σου.
Δεν ήξερες πότε θα ήταν η επόμενη συνάντησή σας αλλά μήπως είχε και καμία σημασία; Εκ των υστέρων ξέρεις ότι δεν είχε. Θα συνέβαινε κάποια στιγμή κι αυτό αρκούσε. Την ώρα που οι κουκίδες σχημάτιζαν τη φράση «αύριο έρχομαι» γινόσουν ξανά 17 χρονών. Η μέρα της συνάντησης που ερχόταν ξαφνικά και αραιά ήταν γιορτή για σένα. Τι θα φορούσες, πώς θα μύριζες, τι θα λέγατε, πόσο χρόνο θα είχατε μαζί ετούτη τη φορά; Κι όταν έφτανε η στιγμή να βρεθείτε, το δευτερόλεπτο που αντίκρυζες τη γνώριμη σιλουέτα να πλησιάζει, εκείνο το γλυκό λύσιμο στα γόνατα, ήταν μοναδικό. Κάθε φορά. Κι όταν πλησίαζε και τα χείλη σας ακουμπούσαν και πάλι μετά από καιρό, τίποτα δεν είχε πια σημασία. Ούτε η αναμονή, ούτε η απόσταση, ούτε η αβεβαιότητα. Τότε όλα ήταν σιγουριά και χαρά και ζωή.
Γιατί αυτό ήταν το πιο σημαντικό που έπαιρνες απ’ αυτή την ιστορία: ζωή. Γιατί ξαφνικά όλα έπαιρναν χρώμα κι όλα τα έβλεπες αλλιώς. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα για να σε φέρει πιο κοντά στην επόμενη φορά, στο επόμενο μαζί. Για όσο. Γιατί αυτή ήταν η κατάσταση. Ακατάληπτη απ’ όσους την παρακολουθούσαν απ’ έξω κι απ’ όσους δεν ήταν στη δίνη της. Μια κατάσταση εξάρτησης κι αδρεναλίνης. Με καμία βεβαιότητα. Μια δίνη από συναίσθημα, αγωνία και πάθος. Αυτή ήταν η κατάσταση. Κι εσύ της παραδόθηκες γιατί τη χρειαζόσουν. Κι όταν τελείωσε, γιατί ήταν θέμα επιβίωσης για σένα να τελειώσει, έπρεπε να αναμετρηθείς με την εξάρτηση. Της αδρεναλίνης, της προσμονής, του ήχου του μηνύματος που πια δε θα ερχόταν ξανά. Άλλαξες μέχρι και τον ήχο της πλατφόρμας που ανταλλάσσατε μηνύματα. Ζήτησες από τους πιο δικούς σου να μην ξαναστείλουν εκεί. Κι αν τύχαινε να ακουστεί ο γνώριμος ήχος στο γραφείο, έχανες τη γη κάτω απ’ τα πόδια σου. Έχανες τα λογικά σου. Όπως απ’ την αρχή που έμπλεξες σε τούτη την παράνοια.
Και τώρα έπρεπε να αντιμετωπίσεις τις συνέπειες. Γιατί καλές οι αποφάσεις, οι οριστικές, οι λογικές και μπράβο σου. Όμως, μεταξύ μας, σου έλειπε αφόρητα. Τι σου έλειπε όμως; Το πρόσωπο; Όχι είναι η απάντηση. Η κατάσταση. Αυτό που το πρόσωπο εκείνο σε έκανε να είσαι. Η επιρροή που ασκούσε πάνω σου. Αυτό που κατάφερνε να διεγείρει κάθε σου κύτταρο. Αυτό που είχες να νιώσεις πάνω από είκοσι χρόνια. Ερωτεύτηκες. Ξεκάθαρα. Κι ερωτεύτηκες την ιδέα του έρωτα. Που δεν περνάει από όλα τα ενήλικα φίλτρα. Δεν κάνει σχέδια και δεν αναλύει. Απλώς περνάει και τα σαρώνει όλα. Πόσο σου είχε λείψει αυτό, στ’ αλήθεια. Και πόσο δύσκολο ήταν να σου ξανατύχει στη μεσήλικη ζωή σου.
Το ‘χες ζητήσει, θυμάσαι; Γι’ αυτό πρέπει να προσέχεις τι εύχεσαι. Το ζήτησες και σου δόθηκε. Και πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό. Δε συμβαίνει σε όλους. Τώρα που ο καιρός πέρασε, που το αίμα κρύωσε, που ξαναγύρισες στη νηνεμία της ζωής σου, τώρα το ξέρεις. Δώρο ήταν. Και μετά από αυτό, ούτε χρειάζεσαι, ούτε και θέλεις κάτι άλλο. Τα χλιαρά, τα συγκαταβατικά, τα «δε βαριέσαι», σου είναι αφόρητα πια. Γιατί έτσι πάει: αφού είχες το θάρρος να ζήσεις, οφείλεις να έχεις το θάρρος να μη συμβιβαστείς.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.