Κάθε πρωί, πριν χτυπήσει το δικό σου ξυπνητήρι στις 7, ακούγεται το ξυπνητήρι του γείτονα. Επτά παρά τέταρτο. Από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, κάθε μέρα εδώ και 15 χρόνια. Είναι εκείνος ο μοναχικός κύριος που μένει στο διπλανό διαμέρισμα, που έχει το μπαλκόνι του γεμάτο γλάστρες και αγαπάει τις γάτες. Ο κος Θανάσης, ένας συμπαθής 65άρης που συναντάς σχεδόν κάθε απόγευμα στην είσοδο της πολυκατοικίας: εκείνος φεύγει κι εσύ γυρίζεις. Διασταυρώνεστε, χαμογελάτε και λέτε την ίδια φράση πάντα: «Καλησπέρα! Καλά;», «Καλησπέρα! Καλά, εσείς;».
Χωρίς να κοιτάξεις το ρολόι, ξέρεις ότι έχει φτάσει 6 το απόγευμα, όταν ακούσεις τον ήχο από πατουσάκια που τρέχουν πέρα δώθε στο ταβάνι σου. Είναι ο εγγονός της κυρίας στον πάνω όροφο. Έχεις δει να της τον φέρνει η κόρη της τα απογεύματα. Είναι ένα χαριτωμένο αγοράκι γύρω στα 4. Του αρέσουν τα τηλεκατευθυνόμενα αυτοκινητάκια που τα χτυπάει σε όλα τα έπιπλα, κάνοντας τη γιαγιά του να τον μαλώνει γλυκά και τα παιδικά τραγούδια που του μαθαίνει και τα τραγουδά με στεντόρεια φωνή.
Η ώρα έχει πάει 11 το βράδυ, όταν ο νεαρός φοιτητής απ’ τη διπλανή γκαρσονιέρα πιάνει την κιθάρα του. Δεν είναι πάνω από 20, αλλά αγαπάει το παλιό ροκ. Εχθές έπαιζε και τραγουδούσε το “Wish you were here”, των Pink Floyd. Επίσης μαγειρεύει σταθερά. Οι μυρωδιές από τα φαγητά του, τρυπώνουν κάθε μέρα απ’ το παράθυρο της κουζίνας σου. Φτιάχνει συνήθως λαδερά ή όσπρια, το καταλαβαίνεις απ’ το τσιγαρισμένο κρεμμύδι. Τις προάλλες, μαγείρευε και μιλούσε δυνατά στο τηλέφωνο. Σύννεφα στη σχέση με την κοπελιά του. «Δε χρειάζεται να ξέρω. Καταλαβαίνω…», της είπε και βρόντηξε ένα κουζινικό. Στενοχωρήθηκες. Μάλλον κι αυτός γιατί το βράδυ βόγκηξε η κιθάρα.
Μια μόνο φορά βρεθήκατε όλοι μαζί, σαν reunion παλιάς σειράς. Στον τελευταίο δυνατό σεισμό, πεταχτήκατε απ’ τα σπίτια σας έντρομοι. Η πολυκατοικία του ’70 πήγε κι ήρθε, λίγο μετά το μεσημέρι. Ο κυρ Θανάσης εμφανίστηκε με δυο γατιά στα χέρια, η γιαγιά με τον εγγόνι της, ο φοιτητής με την κιθάρα του κι εσύ με το λάπτοπ αγκαλιά. Μείνατε στο διάδρομο για κανένα δεκάλεπτο, μαντεύοντας μέγεθος κι επίκεντρο, σχολιάσατε τις αντοχές των παλιών κτιρίων, με την κυρία να σας διαβεβαιώνει για το άρτιο της κατασκευής, αφού ζούσε εκεί από καταβολής κόσμου κι αφού πήρατε λίγο κουράγιο ο ένας απ’ τον άλλον, επιστρέψατε στα σπίτια σας και στις ζωές σας, κλείνοντας ξανά τις πόρτες σας.
Κι η αλήθεια είναι ότι όλοι θα ήσασταν πρόθυμοι εκείνη την ώρα για έναν καφέ και δυο κουβέντες παραπάνω, αρκεί να το πρότεινε κάποιος. Αλλά δεν το πρότεινε κανείς. Γιατί έτσι είναι οι άνθρωποι σήμερα. Δεν είναι κακοί, ούτε αδιάφοροι. Είναι αλλιώτικοι. Όπως εσύ συμμετέχεις ως θεατής, ακούσιος στις ζωές τους, είναι σίγουρο ότι το ίδιο κάνουν κι εκείνοι στη δική σου. Θέλουν δε θέλουν, ξέρουν τη ρουτίνα σου απ’ τους ήχους της, τις μυρωδιές της και την κακή ηχομόνωση της πολυκατοικίας. Δεν είναι περιέργεια ή αδιακρισία. Απλά συμβαίνει. Κι όταν για χρόνια η ρουτίνα ενός άγνωστου, μπλεχτεί με τη δική σου, γίνεται μ’ έναν τρόπο κομμάτι της.
Όμως αυτή η παράξενη διασταύρωση των ανθρώπων, σπανίως πια αλλάζει επίπεδο. Γιατί η ησυχία μας είναι πολύτιμη και στ’ όνομά της θυσιάζουμε συχνά την επαφή. Παρήλθαν οι χρόνοι που οι πόρτες άνοιγαν και μαζί τους κι οι καρδιές. Που οι γείτονες ήταν και φίλοι. Ήξερε ο ένας τα βάσανα και τις χαρές του άλλου και συχνά γινόταν συμπαραστάτης κι εξομολόγος. Η ιδιωτικότητα είναι σήμερα ύψιστο αγαθό. Ψηφίζουμε νόμους για να την περιφρουρήσουμε. Κι εδώ είναι το οξύμωρο: ενώ εκόντες άκοντες είμαστε εκτεθειμένοι στη διαρροή σημαντικών προσωπικών μας δεδομένων που παλεύουμε να προστατέψουμε, τρέμουμε την αδιακρισία των ανθρώπων που ζουν δίπλα μας.
Φοβόμαστε μήπως με δυο κουβέντες παραπάνω, δώσουμε λάθος στίγμα και χαθεί το μέτρο και μαζί η ησυχία μας. Γιατί ο Zuckerberg μπορεί να ξέρει τα πάντα για εμάς, αλλά δεν πρόκειται να μας χτυπήσει το κουδούνι για έναν καφέ όταν δεν έχουμε όρεξη. Ενώ ο γείτονας μπορεί να παρέμβει στο χρόνο μας, να γίνει αδιάκριτος και να κάνει κριτική. Κι αυτό, είναι πραγματικά ένας κίνδυνος υπαρκτός.
Κι έτσι προτιμούμε την ιδιότυπη αυτή επικοινωνία, με ανθρώπους που μας χωρίζουν δυο σειρές τούβλα και κάμποσο μπετόν. Μια επικοινωνία που είναι σαν σιωπηρή συμφωνία: ξέρουμε πολλά ο ένας για τον άλλον, ίσως και να νοιαζόμαστε, αλλά κρατάμε τις αποστάσεις μας γιατί το δόγμα σήμερα είναι «από μακριά κι αγαπημένοι».
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου