Ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Η ώρα που μια γυναίκα αντιλαμβάνεται ότι στο λάθος χρόνο, στις λάθος συνθήκες, ενδεχομένως και με το λάθος τρόπο, πρόκειται να αποκτήσει παιδί. Κι αυτή είναι μια εξέλιξη, που δεν τη θέλησε, δεν τη σχεδίασε κι ενδεχομένως αδυνατεί να την υποστηρίξει. Εάν η κατάσταση είναι αυτή, στις περισσότερες σύγχρονες κοινωνίες, έχει αυτή και μόνο αυτή, το δικαίωμα της επιλογής και μάλιστα με ένα επιχείρημα ατράνταχτο, που λέει ότι το σώμα της τής ανήκει κι είναι η μόνη που έχει δικαίωμα πάνω του.
Η στιγμή που μια γυναίκα ετοιμάζεται για τη μητρότητα, όσο υπέροχη μπορεί να είναι αν αυτό συμβαίνει κατ’ επιλογήν της, άλλο τόσο τραυματική μπορεί να εξελιχθεί, αν η διαδικασία προκύψει χωρίς τη θέλησή της. Κι όσο κι αν ακούμε το επιχείρημα, ότι πάμπολλες γυναίκες πασχίζουν για την απόκτηση ενός παιδιού, αυτό φαντάζει απλοϊκό, σχεδόν αφελές, αν σταθούμε και σκεφτούμε τι θα σημάνει ο ερχομός ενός παιδιού για μια γυναίκα που δεν είναι έτοιμη γι’ αυτό και δεν το έχει επιλέξει. Τι θα σημάνει για την ίδια, την ψυχολογία της, την εξέλιξή της.
Τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο του San Francisco και που δημοσιεύθηκαν τον Ιανουάριο του 2020, είναι εξαιρετικά διαφωτιστικά: πέντε χρόνια μετά την απόφασή τους να προχωρήσουν στη διακοπή της εγκυμοσύνης τους, οι γυναίκες που συμμετείχαν, δήλωσαν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 95%, ότι αυτή ήταν η σωστή απόφαση για τις ίδιες. Κι αυτό, όπως παρατηρεί η επικεφαλής ερευνήτρια του εν λόγω Πανεπιστημίου, Corinne Rocca, καταρρίπτει πανηγυρικά το μύθο ότι οι γυναίκες που προχωρούν στην έκτρωση, υποφέρουν μελλοντικά και σε βάθος χρόνου ψυχολογικά και συναισθηματικά.
Το πλέον εντυπωσιακό εύρημα όμως είναι ότι το κυρίαρχο συναίσθημα στις γυναίκες αυτές ήταν η ανακούφιση. Ούτε τύψεις, ούτε ενοχές, ούτε επιθυμία αλλαγής της απόφασής τους, αν τους δινόταν η δυνατότητα. Το τελικό συμπέρασμα της ίδιας έρευνας, είναι επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρον και λέει ότι τα επιστημονικά τεκμήρια δείχνουν ότι τα όποια αρνητικά συναισθήματα προέκυψαν, όχι από την έκτρωση αυτή καθαυτή, αλλά από εξωγενείς παράγοντες, όπως το κοινωνικό στίγμα.
Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται ξεκάθαρα ότι η απόφαση για τη διακοπή της εγκυμοσύνης, όχι μόνο δεν καταδίκασε τις γυναίκες να ζουν και να νιώθουν ενοχικά για την επιλογή τους, αλλά τις απελευθέρωσε και τις ανακούφισε, βγάζοντάς τες από το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονταν. Ήταν επομένως μια σωστή απόφαση, κάτι που το επιβεβαίωσε ο ίδιος ο χρόνος και σίγουρα η εξέλιξή τους σε αυτόν. Επιπροσθέτως, οι όποιοι ενδοιασμοί τους μέχρι να καταλήξουν στην έκτρωση, οι δεύτερες σκέψεις και οι προβληματισμοί, καθόλου δε συνδέονταν με την ίδια την επιλογή. Σχετίζονταν με τον στιγματισμό ή και την περιθωριοποίησή τους από το κοινωνικό τους περιβάλλον, αν η απόφασή τους γινόταν γνωστή. Με αυτήν την αγωνία ήρθαν αντιμέτωπες, αυτή τις δυσκόλεψε να ακολουθήσουν το θέλω τους κι απ’ τη στιγμή που την ξεπέρασαν, δεν το μετάνιωσαν ποτέ.
Ακολουθώντας, λοιπόν, τις γυναίκες αυτές για πρώτη φορά σε ένα βάθος χρόνου, ρωτώντας τες για τα συναισθήματα που βίωσαν όταν κλήθηκαν να αποφασίσουν, αλλά και για όσα βίωσαν μετά, φαίνεται ξεκάθαρα ότι η απόφαση για τη διακοπή μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, είναι εξαιρετικά χρήσιμο να απενοχοποιηθεί. Είναι επίσης φανερό πως όταν τεθεί το δίλημμα, όχι μόνο η μόνη αρμόδια να αποφασίσει είναι η γυναίκα, αλλά και πως εφόσον η επιλογή της στη δεδομένη στιγμή είναι η έκτρωση, κατά κανόνα είναι και η ορθή απόφαση, που θα επιβεβαιωθεί στο χρόνο. Γιατί αυτή ξέρει καλύτερα απ’ τον καθένα.
Δικό της το σώμα, δική της και η επιλογή.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου