Έχετε σκεφτεί ποτέ τι είναι αυτό που θα σας κάνει ευτυχισμένους σε μια ερωτική σχέση; Ποια είναι τα ζητούμενα που λαμβάνοντάς τα θα νιώσετε ικανοποιημένοι; Και πολύ περισσότερο, αν αυτά τα ζητούμενα μεταλλάσσονται με το πέρασμα των χρόνων, αλλά και με τις εμπειρίες, ποσοτικά αλλά και ποιοτικά; Με μια κουβέντα: με πόσες απαιτήσεις ξεκινάμε την αναζήτηση ενός συντρόφου και μετά από κάμποσες σφαλιάρες, πόσο χαμηλώνουμε τις προσδοκίες μας;

Για παράδειγμα, αν σας ζητούσε κάποιος στην εκκίνηση της αναζήτησής σας, να περιγράψετε σε μια πρόταση τα κύρια χαρακτηριστικά που θα θέλατε ιδανικά να έχει η σχέση σας, πιθανότατα θα λέγατε: ειλικρίνεια, ερωτική χημεία, τρυφερότητα, κοινά ενδιαφέροντα, χιούμορ κι ίσως αρκετά ακόμη. Κι ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι με αυτά τα ζητούμενα ριχνόσασταν στον «αγώνα» του ετέρου ημίσεος και κάνατε την πρώτη προσπάθεια, με κάποιο πρόσωπο που έδειχνε ότι εν πολλοίς θα μπορούσε να ανταποκριθεί στη λίστα. Και για χάρη της οικονομίας της συζήτησης, ας πούμε ότι εκεί, στην εκκίνηση κι ενώ όλα έδειχναν να πηγαίνουν κατ’ ευχήν, κλονιζόταν το πρώτο και μάλλον εξαιρετικά βασικό, προαπαιτούμενο: η εμπιστοσύνη. Τα άλλα, τα υπόλοιπα της λίστας στη θέση τους. Επιβεβαιωμένα. Πλην όμως, η εμπιστοσύνη πήγαινε περίπατο. Διότι, καλό το χιούμορ, ακόμη καλύτερη η τρυφερότητα, αλλά αν για παράδειγμα το άλλο πρόσωπο είναι εξαιρετικά -πώς να το θέσω- γενναιόδωρο και τη μοιράζει (την τρυφερότητα) αφειδώς και δώθε και κείθε, ποία η θέση αυτού που μένει πίσω;

 

 

Άβολη τουλάχιστον. Επομένως, έρχεται η πρώτη ήττα, αλλά αρχή είναι ακόμα κι οι αντοχές υψηλές, οπότε δεν παραιτούμαστε και συνεχίζουμε. Μόνο που με ένα μαγικό τρόπο, το θέμα εμπιστοσύνη και ειλικρίνεια, έχει ανέβει ακόμα ψηλότερα στη λίστα των προαπαιτούμενων. Έχει διογκωθεί, δε, τόσο που σα να επισκιάζει ελαφρώς τα υπόλοιπα. Με αυτή την εξέλιξη, στην επόμενη απόπειρα, υποσυνείδητα σχεδόν, εστιάζετε κατά κύριο λόγο σε αυτό που σας έλειπε στην προηγούμενη προσπάθεια. Κι έτσι δεν ψιλο-κοσκινίζετε τα υπόλοιπα.

Κι έρχεται η επόμενη υποψηφιότητα, που καμένοι όντες απ’ την προηγούμενη στο θέμα εμπιστοσύνη και ειλικρίνεια, επικεντρώνεστε σε αυτές. Κι όταν κάποια στιγμή, τσεκάροντας δυο-τρία σημεία, πείθεστε πως σε γενικές γραμμές δε σας πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, αρχίζετε να προχωράτε στα υπόλοιπα της λίστας που λέγαμε. Ε, εκεί ακριβώς κρύβεται κι η παγίδα: διότι αν σε αυτό το κρίσιμο σημείο διαπιστώστε ότι ας πούμε το χιούμορ του συγκεκριμένου προσώπου σπανίζει σαν γραμματόσημο αξίας, δε θα ξενερώσετε. Ή κι αν ξεκινήσετε να ξενερώνετε, κάπου από το πίσω μέρος του εγκεφάλου σας, θα ακουστεί μια φωνούλα, που θα σας ψιθυρίσει «ναι, οκ, δεν είναι κι η ψυχή της παρέας, αλλά δε λέει παραμύθια. Θυμήσου τι φούμαρο έφαγες την τελευταία φορά!» Και τότε θα ισιώσετε.

Αυτό με απλά λόγια σημαίνει, ότι όσο απογοητευόμαστε, τόσο ξαναγυρίζουμε στα βασικά. Στα πολύ βασικά, κάποιες φορές. Για παράδειγμα, αν έχουμε βιώσει την πικρή εμπειρία του λεγόμενου ghosting, δηλαδή της αναίτιας και ανεξήγητης εξαφάνισης, που όσο κι αν το διακωμωδούμε, είναι πραγματικά σκληρό όταν συμβαίνει, τότε η επόμενη απόπειρα με κάποιο πρόσωπο που στέλνει την καλημέρα του με μια συνέπεια, ή ανταποκρίνεται στη δική μας και συνεχίζει σε ένα βάθος χρόνου, φαντάζει στα μάτια μας σαν έξτρα γκράντε ενδιαφέρον.

Ε, κι αν στην πορεία τα μηνύματα ελαφρώς λιγοστέψουν, δεν πειράζει. Ας μην υπερβάλλουμε. Τουλάχιστον, συνεχίζει να στέλνει. Κι αν λίγο αργότερα, είναι ελαφρώς μονολεκτικά, δεν πάθαμε και τίποτα. Τουλάχιστον, απαντά. Κι αν δε βρισκόμαστε παρά μια φορά στο δεκαήμερο, δε χάλασε κι ο κόσμος. Τουλάχιστον, βρισκόμαστε.

Τουλάχιστον. Όλη η ουσία της ντεκαντάνς των επιθυμιών μας, σε μια λέξη. Που αν συνειδητοποιήσουμε την ετυμολογία της, θα κατανοήσουμε πόσο και πώς σταδιακά χάνουμε την αυτοεκτίμησή μας. Το ελάχιστον. Αυτό φτάνουμε να ζητάμε και κυρίως να μας είναι αρκετό όταν το παίρνουμε. Γιατί, η ζωή είναι δύσκολη κι οι σχέσεις των ανθρώπων δυσκολότερες. Γιατί η μοναξιά είναι σκληρή κι ακόμα κι η παραμύθα μιας ανθρώπινης επαφής, πολύτιμη.

Κι έτσι φτάνουμε να βολευόμαστε με ψίχουλα. Κι όσο αυτό γίνεται φανερό στον άλλο, τόσο λιγότερα δίνει, για τον απλό λόγο ότι δε χρειάζεται να δώσει περισσότερα, άσε που δεν το νιώθει κιόλας. Κι η κατάληξη είναι οι σχέσεις placebo. Που έχουν μόνο το όνομα, αλλά όχι τη χάρη. Που λειτουργούν σαν τα υποκατάστατα φαρμάκων, που είναι ζαχαρίνες αντί για δραστικές ουσίες, αλλά που πείθουν τον εγκέφαλο για τη δράση τους.

Δεν ήταν όμως αυτός ο στόχος της αρχικής μας αναζήτησης. Απλά στην πορεία, κάπως πειστήκαμε ότι αρκούμαστε στα ψίχουλα, γιατί είναι πολύ ωραία ο βολή του θύματος κι ο καναπές αφράτος. Είναι πολύ ωραίο να πείθεσαι πως είναι του άλλου δουλειά να σε επιβεβαιώσει, αντί να αναθεωρήσεις τη δουλειά που κάνεις εσύ με τις προσδοκίες σου. Είναι δύσκολο να καταλήγεις στα θέλω σου, χωρίς να γίνονται αυτοσκοπός μα διατηρώντας την ουσία τους.

Επιστροφή σε εμάς, λοιπόν. Στο κέντρο μας, να πειστούμε για όσα χρειαζόμαστε αδιαπραγμάτευτα για να είμαστε καλά. Από εμάς για εμάς κι ύστερα προς τα έξω. Κι όταν λυθεί αυτό, ξαναρχίζει η αναζήτηση. Με άλλους όρους. Πιο τίμιους αυτή τη φορά.

Συντάκτης: Μαριάννα Πολένα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου