«Να ‘σαι κορίτσι μου καλά κι όταν ζητάς τον άνθρωπό σου, θα είμαι κάπου εκεί κοντά, ο φύλακας ο άγγελός σου…»

Το άκουγα, λοιπόν, χθες το βράδυ κι αναρωτήθηκα, ποιος είναι τελικά «ο άνθρωπός μας»;. Ο Φύλακας Άγγελος, που μάς νοιάζεται, μάς προσέχει και θέλει «μονάχα εμείς να ‘μαστε καλά»; Κι εν τέλει, γιατί να είναι μόνο ένας; Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, με αυτή τη σκέψη, «έσκασαν» μπροστά στα μάτια μου πρόσωπα, μάτια γελαστά, χαμόγελα ζεστά. Αγκαλιές πελώριες, φωνές πράες κι αυστηρές κι αισιόδοξες. Τηλέφωνα και μηνύματα και καλημέρες και καληνύχτες κι ευχές και παρηγοριές και συμβουλές.

Και ξαφνικές επισκέψεις, «γιατί σ’ είχα στο νου μου». Μ’ έναν καφέ, ένα κρασί, μια βότκα ή ένα τσάι (με δυο στάλες ουίσκι, για την αλητεία). Και κουβέντες ατέλειωτες για τα ίδια και τα ίδια και για άλλα δικά μας κι άλλων, παλιά και καινούργια. Και γέλια και κλάματα και γέλια ξανά, μαζί με κλάματα. Κι εκείνη τη στιγμή ακριβώς, συνειδητοποίησα πώς τελικά σ’ αγαπάει ο άνθρωπός σου, ο φύλακας άγγελός σου. Ο ένας ή οι περισσότεροι που συνάντησες κι αγάπησες.

 

 

Που κάποιους τους ξέρω μια αιωνιότητα κι άλλους μερικά χρόνια, αλλά είναι όλοι κομμάτι της ζωής μου. Που με νιώθουν απ’ τον τόνο της φωνής μου, ή από ένα post στο Facebook. Που διαβάζουν πάντα υπό τας γραμμάς κι αλλάζουν τη μέρα μου με μια κίνηση τόσο απλή όσο μια «καλημέρα». Σαν κι εκείνη τη φορά που μ’ έπιασε το παράπονο κι είπα πως μου λείπει να ‘μαι στη σκέψη κάποιου το πρωί και να μού στέλνει την καλημέρα του. Και την επόμενη, νωρίς-νωρίς, πριν τελειώσω τον καφέ μου, ήρθε το μήνυμα της καλημέρας με την υποσημείωση «Πάντα είσαι στη σκέψη κάποιου.». Ή σαν την άλλη φορά, μιας ακόμα νύχτας αϋπνίας, που η ενεργή κατάσταση δήλωνε το μαρτύριο κι έσκασε το μήνυμα «γιατί δεν κοιμάσαι;». Κι ήταν παρατήρηση. Ανάμεικτη με νοιάξιμο και με αγωνία και μ’ έκανε μέσα στο σκοτάδι να μη νιώθω πια μόνη.

Κι αυτοί οι Φύλακες Άγγελοι, είναι εκεί ακόμα κι όταν δεν το ζητάς ή όταν δεν ξέρεις ούτε ο ίδιος ότι το χρειάζεσαι. Εκείνοι όμως ξέρουν. Γιατί σε ξέρουν και κυρίως σε νιώθουν. Είναι εκείνοι που δε θα σού πουν απλά «ό,τι χρειαστείς, είμαι εδώ» και σίγουρα δε θα αρκεστούν στην απάντηση «Ευχαριστώ, να ‘σαι καλά».

Γιατί αυτή η στιχομυθία, βγάζει τον έναν απ’ την υποχρέωση και βάζει τον άλλον σε μια άμυνα και σε μια αμηχανία· άμυνα ότι μπορεί και μόνος του κι αμηχανία του τι να ζητήσει κι αν το δικαιούται. Αυτή η στιχομυθία, δε φέρνει τους ανθρώπους κοντά. Τούς απομακρύνει. Είναι σαν τις άψυχες ευχές, τις τυπικές. Εκείνα τα ομαδικά posts, που γράφει ο άλλος: «Μαρία, Μάριε, Παναγιώτη, Παναγιώτα, Δέσποινα, Χρόνια Πολλά!». Μπράβο, ρε μεγάλε! Όλους τούς θυμήθηκες!

Αυτός που νοιάζεται, λειτουργεί αλλιώς. Δεν αρκείται στα λόγια, τα βολικά, της απενοχοποίησης. Πράττει. Και κάνει πράγματα επί της ουσίας. Όπως τότε, που χτύπησε το τηλέφωνο κι αντί για τα κλασικά: «Πώς είσαι, καλά; Πάντα καλά!», άκουσα στην άλλη άκρη μια φωνή αποφασιστική, να μού λέει: «Ξέρεις ότι είμαι πάντα δίπλα σου στο ζόρι που περνάς και ξέρω ότι δε θα ζητήσεις ποτέ τίποτα, γιατί τέτοια είσαι! Γι’ αυτό σε δέκα λεπτά θ’ αφήσω έξω απ’ την πόρτα σου ένα ταψί παστίτσιο, να βγάλεις τουλάχιστον το φαγητό απ’ το κεφάλι σου για δύο μέρες. Τσακίσου να το μαζέψεις! Φιλιά!»

Στήριξη. Έννοια. Ζέστη. Αγάπη. Αυτά ήταν τα συστατικά εκείνου του παστίτσιου. Κι αυτά είναι τα συστατικά αυτών των μοναδικών σχέσεων. Και δε σημαίνει πως δεν υπάρχουν διαφωνίες, καβγάδες ομηρικοί και ολονύκτιοι, κόντρες μέχρι τελικής πτώσεως και τσαντίλα απροσμέτρητη. Σημαίνει όμως ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ξεθωριάζει την ουσία. Γιατί ο δικός σου ο άνθρωπος, ως γνωστόν, με το ένα χέρι σε μουτζώνει και με το άλλο σε σηκώνει. Διαφωνεί με τις επιλογές σου, βγαίνει απ’ τα ρούχα του με τις εμμονές σου, σού λέει τη γνώμη του, αλλά είναι πάντα εκεί και σε στηρίζει στις αποφάσεις που θα πάρεις. Δε σου κακιώνει γιατί δεν τον άκουσες. Δε σου λέει «στα ‘λεγα». Δεν είναι χαιρέκακος. Στ’ αλήθεια τόν νοιάζει «μονάχα εσύ να ‘σαι καλά» κι όχι η δική του επιβεβαίωση.

Κι όταν περάσει η μπόρα ή και κατά τη διάρκειά της, μπορείτε πάντα να μπείτε σε ένα αυτοκίνητο, να βάλετε τέρμα τις μουσικές σας και να γίνετε για λίγο οι Μπόνι και Κλάιντ, (μόνο με happy end, κατά προτίμηση).

Συντάκτης: Μαριάννα Πολένα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου