Όπως όλα τα πράγματα στη ζωή, έτσι και οι σχέσεις έχουν αλλαγές με το πέρασμα των χρόνων. Οι αλλαγές αυτές επιφέρουν με τη σειρά τους και μεταβολές στα συναισθήματα τα οποία διαφοροποιούνται από αυτά στην αρχή της σχέσης. Μερικές φορές, αυτές οι αλλαγές είναι θετικές, ενώ άλλες μπορεί να οδηγήσουν τη σχέση στη διάλυσή της, αν δεν είναι σωστά και αποτελεσματικά διαχειρίσιμα.

Η πρώτη μεγάλη αλλαγή στα συναισθήματα είναι η σταδιακή μείωση του έρωτα. Αυτό το υπέροχο συναίσθημα που τους κάνει όλους στην αρχή να εξιδανικεύουν το άλλο άτομο και να βλέπουν μόνο τα θετικά στοιχεία, παραβλέποντας όλες τις αδυναμίες. Με την πάροδο του χρόνου, δίνει τη θέση του στη συντροφική αγάπη. Εκεί ακριβώς είναι που στη σχέση αναπτύσσεται ο ρεαλισμός. Η σχέση ξεκινά να αποκτά γερές βάσεις καθώς τα μέλη της ξεκινάνε και αποδέχονται ο ένας τον άλλον όπως πραγματικά είναι. Αναπτύσσεται η κατανόηση και η σχέση σταματά να εξαρτάται από μη ρεαλιστικές προσδοκίες και φαντασιώσεις.

Ταυτόχρονα με τον έρωτα, μειώνεται και το πάθος. Καθώς μειώνεται δίνει τη θέση του στην οικειότητα και σε μια βαθύτερη συναισθηματική σύνδεση. Το ζευγάρι ξεκινάει να βιώνει αισθήματα ασφάλειας και σταθερότητας βάζοντας τους στη διαδικασία να εκφράζουν πιο άνετα τις ανάγκες και τα συναισθήματά τους. Η βαθύτερη συναισθηματική σύνδεση συμβάλλει ώστε το ζευγάρι να αναπτύξει τη συντροφικότητα και να λειτουργεί ως ομάδα, διαμοιράζοντας ευθύνες και στηρίζοντας ο ένας τον άλλον.

Για να επιτευχθεί, όμως, αυτή η αίσθηση ασφάλειας χρειάζεται να μειωθεί η ζήλια που στην αρχή της σχέσης είναι στα ύψη. Η ζήλια είναι αυτή που κάνει το ζευγάρι να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα, πυροδοτώντας συνεχείς αμφιβολίες και εντάσεις. Με την πάροδο του χρόνου διαφαίνεται πως μειώνεται σε μεγάλο βαθμό, όχι όμως απόλυτα. Αυτό διότι αν η ζήλια είχε εξαλειφθεί πλήρως μέσα στη σχέση, τότε θα παρουσιαζόταν μια κατάσταση αδιαφορίας. Αυτή η σημαντική μείωση όμως επιφέρει και μείωση της εξάρτησης που έχουν στην αρχή οι σύντροφοι μεταξύ τους. Σταδιακά τα μέλη στο ζευγάρι μαθαίνουν πώς να διατηρούν την αυτονομία τους ενώ παράλληλα είναι μαζί. Η αυτονομία, άλλωστε, είναι αυτή η οποία δίνει χώρο για προσωπική ανάπτυξη και για ατομικές επιδιώξεις και ενδιαφέροντα.

Παρόλο που οι αλλαγές αυτές συνδέονται συχνά με θετικά συναισθήματα, η λάθος διαχείριση τους μπορεί να οδηγήσει σε καίρια προβλήματα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αδιαφορία που δεν υπάρχει στην αρχή της σχέσης και εμφανίζεται σταδιακά. Η καθημερινή τριβή, η ρουτίνα  και οι υποχρεώσεις που υπάρχουν τείνουν να κάνουν το ζευγάρι να εστιάζει την προσοχή του σε θέματα εκτός της σχέσης. Αυτή η κατάσταση επιδεινώνεται όταν δεν έχει αναπτυχθεί μια υγιής επικοινωνία και η σχέση σταδιακά θεωρείται δεδομένη με αποτέλεσμα να μειώνεται η προσπάθεια που καταβάλουν για να διατηρήσουν το πάθος στη σχέση. Η αδιαφορία αυτή δημιουργεί την απογοήτευση, μιας και οι διαφορετικές προσδοκίες για τη σχέση δεν εκπληρώνονται και οι ανάγκες του ζευγαριού δεν αναφέρονται.

Το ανησυχητικό είναι πως η χρόνια αδιαφορία και η απογοήτευση φέρνουν στο προσκήνιο την πλήξη και τον φθόνο. Μια κατάσταση κατά την οποία τα ζευγάρια σε μακροχρόνιες σχέσεις, χάνουν τον αυθορμητισμό τους, ενώ μειώνεται η δημιουργικότητα και το συναίσθημα του ενθουσιασμού. Τότε είναι που το ένα από τα 2 μέλη της σχέσης επιλέγει να εξελιχθεί, αφήνοντας τη σχέση στο περιθώριο. Το άλλο μέλος της σχέσης που δεν έχει επιλέξει αυτή τη διαδρομή βιώνει φθόνο για τις επιτυχίες που βλέπει και ακούει. Ξεκινάει να τις υποτιμάει και να υποβιβάζει την προσωπική εξέλιξη. Βιώνει ένα αίσθημα ανισότητας που το κρατάει δέσμιο στην αυτοθυματοποίηση. Ως αποτέλεσμα όλου αυτού, θα προέλθει η εχθρότητα. Διότι οι συνεχιζόμενες διαφωνίες που δεν επιλύονται συσσωρεύουν ένταση και καταπιεσμένα συναισθήματα. Το ζευγάρι πλέον είναι σαν 2 ξένοι μέσα στο ίδιο σπίτι, αφού το μόνο το οποίο επικρατεί είναι παρεξηγήσεις και εντάσεις.

Όλα τα παραπάνω είναι τα πιθανά σενάρια συναισθημάτων που βιώνει ένα ζευγάρι το οποίο βρίσκεται σε μακροχρόνια σχέση. Η διαφορά για το αν θα βιώσουν το πρώτο ή το δεύτερο σενάριο των συναισθημάτων έγκειται στην ποιότητα της επικοινωνίας που θα έχει αναπτυχθεί. Εάν έχουν καταφέρει να θέσουν γερά θεμέλια στον τρόπο επικοινωνίας τους και να εκφράζουν όλα όσα νιώθουν, τότε θα βιώσουν το πρώτο σενάριο. Αν πάλι δεν έχει επιτευχθεί αυτό, το δεύτερο σενάριο είναι μάλλον μονόδρομος.

Συντάκτης: Τρύφων Κάμπο