Στον από κάτω όροφο μένει ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Κάπου στα 70 η γυναίκα και γύρω στα 80 ο άντρας. Οι βαθιές ρυτίδες στα πρόσωπά τους μαρτυρούν πέρα απ’ τα χρόνια τους και τη ζωή που έζησαν στο μεδούλι της. Ας τους ονομάσουμε «κύριο Αριστείδη» και «κυρία Μάρω».
Τους πέτυχα πολλές φορές στην είσοδο της πολυκατοικίας. Κάποιες από αυτές προσπαθώντας να μεταφέρουν τα ψώνια του σούπερ μάρκετ απ’ το αυτοκίνητο στο ασανσέρ. Να πηγαινοέρχεται ο κος Αριστείδης, κι ως τζέντλεμαν που είναι, να μην την αφήνει να μεταφέρει τα ψώνια ούτε απ’ το ασανσέρ στο διαμέρισμα, μήτε καν τη δωδεκάδα με τα αβγά. «Οι βαριές δουλειές είναι για τους άντρες» μου ‘πε μια μέρα, που προσφέρθηκα να βοηθήσω, και της έκλεισε το μάτι πονηρά.
Ένα άλλο βράδυ, ξημερώματα βασικά, που με πέτυχε η κα Μάρω να πλαντάζω στο κλάμα και το κακό μου απ’ τον όλεθρο των ερωτικών μου, είπε μία φράση ανάμεσα στα πολλά: «Οι γονείς σου κάποια στιγμή δε θα ‘ναι εδώ πια, κόρη μου, και τα παιδιά σου θα πάρουν κι αυτά σιγά-σιγά το μονοπάτι τους. Ο σύζυγος, όμως, είναι ο παντοτινός συνοδοιπόρος σου στον αέναο αγώνα της ζωής».
Και μια άλλη φορά, τον είδα να της δίνει ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο, τον άκουσα να της λέει «σ’ αγαπώ», να προσέχει μην το παρακάνει με τις δουλειές του νοικοκυριού και φορώντας την τραγιάσκα του να φεύγει. Κι αυτή να τον ακολουθεί με τα γκρι της μάτια, μέχρι να χαθεί απ’ το οπτικό της πεδίο.
Να βλέπεις την απαράμιλλη τρυφερότητα και την αμέριστη ειλικρίνεια τέτοιων ανθρώπων καθημερινά και να ρωτάς τον εαυτό σου «υπάρχει στα αλήθεια η παντοτινή αγάπη;». Υπάρχει ο «ένας»; Υπάρχει, όντως, σε μια γωνιά του κόσμου, το έτερόν μου ήμισυ και με περιμένει να το βρω; Και πες πως το βρήκα. Και κατάφερα να το καταλάβω -γιατί κι αυτό είναι μεγάλο κεφάλαιο. Θα παραμείνω μαζί του για το υπόλοιπο της επίγειας ύπαρξής μου;
Γνωρίζατε ότι, αν και λίγα αριθμητικά, υπάρχουν είδη στο ζωικό βασίλειο που είναι μονογαμικά, αφοσιωμένα και πιστά στον ένα και μοναδικό τους σύντροφο;
Οι γίββωνες, αποτελούν μικρόσωμο είδος της οικογένειας των πιθήκων, που αν το ταίρι τους χαθεί δεν ξαναζευγαρώνουν για το υπόλοιπο της ζωής τους. Οι κάστορες ζουν για πάντα με το ταίρι τους, και τηρούν τους οικογενειακούς θεσμούς εφόρου ζωής. Επίσης, όσο σαρκαστικά αστείο κι αν σας ακούγεται, στους μαύρους γύπες, η μονογαμία αποτελεί πολύ αυστηρή αρχή, κι αν για κάποιον πέσουν υποψίες απιστίας, δέχεται ομαδική επίθεση. Τέλος, στην κορυφή της μονογαμικής πυραμίδας βρίσκεται ο κύκνος, που αν για κάποιο λόγο χάσει το ταίρι του, πετά μακριά, φεύγει για ταξίδι χωρίς επιστροφή, δεν ξαναζευγαρώνει και θρηνεί για πάντα. Δεν είναι τυχαίο που έχει καταστεί παγκόσμιο σύμβολο αγάπης κι έρωτα.
Το ανθρώπινο είδος, όμως; Δε μας έχει κατατάξει καμιά έρευνα και κανένας επιστήμονας σε τέτοια λίστα. Είμαστε, όντως, μονογαμικά όντα κι ικανοί να αγαπήσουμε αλτρουιστικά εγκάρδια, ολοκληρωτικά κι ανεπιφύλακτα; Μονογαμικά κατ’ επιλογήν, θα μας χαρακτήριζα.
Απορροφημένοι σήμερα απ’ τον δαιμονικό βραχνά της εργασιομανίας και του επαγγελματικού κορεσμού, δεν ανήκουμε καν ολοκληρωτικά στους εαυτούς μας. Τότε πώς θα καταφέρουν τα εναπομείναντα κομμάτια μας να αγαπήσουν και να αγαπηθούν;
Αιωρούμαστε ανάμεσα στις επιλογές μας, της εργένικης ζωής και του έγγαμου βίου. Ανάμεσα στην ατέρμονη πίστη προς τον σύντροφο, την εμπιστοσύνη, την αφοσίωση και την απάτη, το ψέμα και την απιστία, κοινώς, κέρατο. Ανάμεσα στο χάος και την αταξία, τα πιοτά και τα ξενύχτια, την αντιφατική αστάθεια της ερωτικής ζωής με συντρόφους λογής-λογής, και της ευθύνης της τάξης, της αυτοθυσίας για μια εύρωστη οικογένεια, της ατέρμονης προσφοράς ανιδιοτελούς αγάπης και παθιασμένου έρωτα.
Απ’ τους εφηβικούς έρωτες και τις βραχύχρονες σχέσεις με τις ατάκες του στιλ «είσαι η ζωή μου» και «μαζί για πάντα, μωρό μου» που ουαί κι αλίμονο σε αυτόν που τις ακούει –αποστροφή κι αηδία–, μέχρι τον γαμπρό στα σκαλιά της εκκλησίας που αδημονώντας για τη μέλλουσα σύζυγό του, αναλογίζεται ακόμα την επιλογή του, ζυγιάζει το επερχόμενο μέλλον και σεργιανίζει ο λογισμός του στα εργένικα πελάγη ελευθερίας των φοιτητικών του χρόνων.
Εδώ δεν αποφασίζουμε τι φαγητό θέλουμε για το μεσημεριανό μας γεύμα, όχι να αποφασίσουμε για τον άνθρωπο που θα μοιραζόμαστε το κρεβάτι μας ώσπου να μας χωρίσει ο θάνατος. Αν με φοβερίζει η ιδέα του ίδιου επαγγέλματος εφόρου ζωής, τότε τρέμω την επιλογή του ανθρώπου μου, τον θεσμό του γάμου και τη σημασία της οικογένειας. Ξέρετε, είναι ο φόβος στην ιδέα του κάτι μόνιμου, κάτι μη αναστρέψιμου, κάτι παντοτινού.
Όπως προανέφερα, όμως, και το τονίζω, μονογαμικοί κατ’ επιλογήν. Αποτελούμε μεν είδος του ζωικού βασιλείου, με βιολογικές ανάγκες και καταιγιστικές σεξουαλικές ορμές, έχουμε δε το προνόμιο της κοινής λογικής, του σκεπτικισμού και του ορθολογισμού. Είμαστε οι επιλογές μας.
Τελικά; Μονογαμικοί ή όχι;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη