Βιώνεις τον απόλυτο έρωτα. Είσαι στα καλύτερά σου. Δηλώνεις πιο ευτυχισμένος από πότε. Οι πεταλούδες στο στομάχι σου σε ‘χουν πεθάνει στα φτερουγίσματα και στα γαργαλητά, σαμποτάροντας παράλληλα κάθε πηγή σκέψης και συγκέντρωσης στο μυαλό σου. Σκέφτεσαι μόνο αυτόν τον άνθρωπο. Μόνο εσάς. Πλέεις στα καταγάλανα πελάγη της ευτυχίας σου. Ώσπου μένεις να κολυμπάς μόνος.
Ξέρετε, μικρούλα πίστευα ότι τα παιχνίδια μου, μόλις πήγαινα για ύπνο κι ήταν σίγουρα ότι κοιμόμουν, ζωντάνευαν. Αποκτούσαν ζωή, μιλιά, χαρακτήρα και συναισθήματα. Παραδέχομαι ότι πολλές φορές όταν έπαιζα μαζί τους, τα κοίταγα επίμονα με ένα ανένδοτο βλέμμα ειλικρίνειας κι αθωότητας, θέλοντας να τους δείξω ότι γνωρίζω την αλήθεια για την ύπαρξή τους, μήπως μου κάνουν νεύμα ή μου κλείσουν το μάτι. Μάταια όμως.
Κι ως παιδιά όλοι λαχταρούσαμε κι άλλα, πιο πολλά, τα πιο νέα, αυτά που βλέπαμε στις διαφημίσεις της τηλεόρασης με τα πιασάρικα τραγούδια. Και καθώς προσφέραμε την εύνοιά μας στα νέα μας αγαπημένα, αφήναμε τα παλιά μας, έρμα και ξεχασμένα, παρατημένα στον πάτο ενός μπαούλου ή σε μια σκονισμένη γωνιά στο απάνω ράφι.
Κάπως έτσι είμαστε και τώρα που μεγαλώσαμε, όταν μας χωρίζουν. Ξεχασμένοι και παρατημένοι στα απάνω σκονισμένα ράφια του μυαλού τους. Να κοιτάμε ένα νέο αγαπημένο πρόσωπο στον άλλοτε δικό μας θρόνο. Να βλέπουμε κάποιον άλλο να απολαμβάνει την αγάπη και την εύνοια που χαιρόμασταν πριν εμείς.
Και το χειρότερο, δεν είναι που αντικατασταθήκαμε, αυτό κάποια στιγμή θα γινόταν, είναι το φυσικό επακόλουθο. Το χειρότερο είναι που αντικατασταθήκαμε, αφού βιώσαμε την απόρριψη. Αφού μας άφησαν. Αφού μας χώρισαν. Αφού έβαλαν εκείνοι πρώτοι το τέλος, κι όχι εμείς.
Προδομένοι απ’ την αξιοπρέπεια και την ανωτερότητά μας, ο εγωισμός μας δημιουργεί εικονοπλασίες κι υποθετικά σενάρια. Σχέδια για το πώς θα ανακτήσουμε τα εδάφη μας, πώς θα πάρουμε το λάφυρό μας πίσω απ’ τη χαμένη μάχη. Έτσι γεννιέται το απωθημένο κι οι εμμονές του. Δηλητηριασμένοι απ’ την πικρία της ήττας μας, αγνοήσαμε τα συναισθήματά μας και τα δεδομένα μας.
Αφού δεν πήγαινε άλλο. Το ξέραμε. Κι εμείς ήμασταν ξενερωμένοι. Κουρασμένοι απ’ τη ρουτίνα και τη συνήθεια. Μπουχτίσαμε στη βαρετή καθημερινότητα. Απομακρυνθήκαμε. Ναι, νοιαζόμασταν κι αγαπούσαμε. Άλλο ο έρωτας όμως. Δε θα μέναμε ούτε εμείς. Άπλα δεν προλάβαμε να φύγουμε πρώτοι.
Εννοείται ότι πληγωθήκαμε. Εννοείται κι ότι πονέσαμε. Εννοείται ότι κλάψαμε και γίναμε κομμάτια. Χιλιάδες κομμάτια, μικρά και κοφτερά. Που τρύπησαν το δέρμα μας, κι εμείς ανίκανοι να τα βγάλουμε, τα αφήναμε να μας πονάνε και να ματώνουν τις πληγές. Ώσπου κι αυτές στέρεψαν κι έκλεισαν. Εκεί, όμως, που οι πληγές επουλώθηκαν κι είχαμε αναρρώσει, το μυαλό μας ακόμα υπονόμευε κάθε προσπάθεια λύτρωσης και, προσπαθώντας τάχα να μας προστατέψει, υποκινούσε μνήμες κι εμπειρίες, δημιουργώντας εμμονές κι απωθημένα. Κι αντί να μας λυτρώνει, όλο και μας σκλάβωνε.
Εθελοτυφλούμε. Αφού και πίσω να γυρίσει, εμείς απλά θα πάρουμε μια επιφανειακή ικανοποίηση. Μπορεί να κρατήσει και λίγο. Αλλά θα ‘ναι μόνο θέμα επιβεβαίωσης. Ξέρουμε ότι θα ‘χει ημερομηνία λήξης κι αυτή τη φορά θα ‘μαστε έτοιμοι, προ τετελεσμένου γεγονότος πια. Θα προλάβουμε ίσως έτσι να κλείσουμε πρώτοι την πόρτα. Αυτό.
Αυτά είναι τα συναισθήματα, πίκρα και θυμός. Ούτε έρωτας, ούτε πεταλούδες. Ούτε όνειρα, ούτε προσδοκίες. Προσβλήθηκε ο θιγμένος μας εγωισμός. Γι’ αυτό δεν προχωρήσαμε. Πόσες ευκαιρίες απορρίψαμε θέλοντας και μη; Πόσοι ειλικρινά νοιαζόμενοι μας πλησίασαν για να μαζέψουν τα εναπομείναντα κομμάτια μας και να τα συναρμολογήσουν απ’ την αρχή δίνοντας μορφή σε κάτι νέο, κι εμείς τους διώξαμε; Ή απλά τους αγνοήσαμε;
Μαγευτήκαμε απ’ τα ίδια μας τα ξόρκια. Ξόρκια προστασίας κι ασφάλειας. Αυτά μας μάγεψαν, αυτά μας τύφλωσαν. Κι ο νους μας, ανένδοτος, μας φούντωνε εμμονές. Κι έχτισε το δικό του οχυρό για να προστατευτεί και το ονόμασε ύστερα «απωθημένο».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη