Μπαμ και κάτω. Ντουβρουτζάς. Στο δόξα πατρί. Με την πρώτη ματιά. Ξέρεις, είναι αυτό το συναίσθημα –αυτή η αίσθηση πιο σωστά– που βιώνεις με το που συναντήσεις κάποιον για πρώτη φορά. Αυτό το ύπουλο το πράγμα που σε κάνει να ψάχνεσαι από πού σου ‘ρθε. Ποιος; Μα ο έρωτας φυσικά. Ο κεραυνοβόλος, που σε γεμίζει αυτόματα πεταλούδες, σου ανεβάζει παλμούς και σε κάνεις να νιώθεις μεθυσμένος, αν και νηφάλιος.
Έχουν γραφτεί τραγούδια, ποιήματα και σε κάθε ρομαντική αμερικανιά που σέβεται τον εαυτό της, το love story ξεκινάει με έναν εκ των δύο πρωταγωνιστών να καταλαβαίνει ότι βρήκε τον έρωτα της ζωής του στο πρόσωπο του άλλου με το που διασταυρώθηκαν οι ματιές. Μπούρδες, darling.
Κεραυνοβόλος έρωτας δεν υπάρχει. Πες το κεραυνοβόλα έλξη, πες το κεραυνοβόλο γουστάρισμα, πες το κεραυνοβόλο πάθος, αλλά –να χαρείς ό, τι αγαπάς– μην το λες έρωτα. Τι ερωτεύτηκες, δηλαδή, μέσα σε δέκα λεπτά; Ένα ωραίο μπούστο ή δύο γυμνασμένα μπράτσα; Γιατί, ουσιαστικά, αυτό μου λες όταν ισχυρίζεσαι ότι ερωτεύτηκες κεραυνοβόλα.
Μα δεν τον ξέρεις καν ακόμα. Κι είσαι ήδη ερωτευμένος; Όχι, φλογερέ μου άνθρωπε, δεν είσαι. Ψυχανεμίζεσαι ότι εδώ υπάρχει θέμα, καταλαβαίνεις ότι ο άλλος σου ταράζει το σύστημα και μόνο που σε κοιτάζει, χάσκεις κι εσύ χαζεύοντάς τον κι εύχεσαι να είναι αμοιβαίο. Να μην είσαι μόνος σου στην ψευδαίσθηση του έρωτα που σου ήρθε από το πουθενά. Δεν ξέρω τι είδους χημικές διεργασίες γίνονται και απ’ όλο τον ντουνιά μερικοί σε ξεσηκώνουν απευθείας. Δεν ξέρω καν αν το θέμα παίζει στον εγκέφαλο ή αν έχουν πάρει κεφάλι άλλα βασικά ανθρώπινα ένστικτα.
Όλο αυτό όμως είναι καθαρά σωματικό κι οπτικό. Η εμφάνιση του άλλου σε τράβηξε απ’ τη μύτη ή έγινες αλοιφή όταν σου χαμογέλασε ή έπαθες την πλακάρα σου με την αισθησιακή φωνή του ή οτιδήποτε άλλο παρόμοιο που σου έκανε το «κλικ» που λένε οι επιστήμονες. Πού είναι ο έρωτας σε όλο αυτό;
Θες εσύ τώρα να μου πεις πως την ώρα που έχεις απέναντι το άτομο με το οποίο κεραυνοβολήθηκες, φαντάζεσαι πού θα πάτε διακοπές κι όχι αν θα κάνετε τ’ ακατανόμαστα; Α να γεια σου. Δεν ξέρεις τίποτα γι’ αυτόν. Ούτε αν έχει χιούμορ ούτε αν είναι νερόβραστος. Ούτε αν είναι ένα υπέροχο πλάσμα ούτε αν είναι ένα καθίκι και μισό. Δε σε νοιάζει καν βασικά, δε θες να πιάσετε την πάρλα, αλλά να πιαστείτε γενικώς. Και τίποτα κακό δεν υπάρχει σε όλο αυτό. Αλλά «έρως» δε λέγεται γιατί ο έρωτας δεν είναι μόνο μάτια και χέρια, όσο κι αν από κει ξεκινάει.
Έχεις δίπλα σου αυτόν που σε έκανε να χάσεις ξαφνικά τ’ αβγά, τα πασχάλια και τον ειρμό σου, αλλά είσαι ακόμα στην επιφάνεια. Ερωτευόμαστε ψυχές, μυαλά και προσωπικότητες, όχι μορφές. Ερωτευόμαστε μικρές συνήθειες του άλλου, τον τρόπο που μας κάνει να νιώθουμε κι άπειρες μικρές λεπτομέρειες που ανακαλύπτουμε όσο τον γνωρίζουμε.
Η μορφή είναι το έναυσμα για να ασχοληθούμε περαιτέρω μαζί του. Αυτό που θα μας ωθήσει να μπούμε σε αυτήν τη διαδικασία. Δεν ερωτευόμαστε καν από ένα καλό κρεβάτι, όσο κι αν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά βλέπουμε αστεράκια. Όλο αυτό μπορεί να καταλήξει σε έναν έρωτα μεγατόνων, μπορεί όμως και να ξενερώσουμε τη ζωή μας όταν γνωριστούμε καλύτερα. Κρίμα το παιδί κι είχε προοπτικές, τύπου.
Απλώς, να μωρέ, είμαστε παθιασμένοι άνθρωποι και τρελαινόμαστε γι’ αυτήν την επιφοίτηση. Αρέσει η ιδέα ότι ο έρωτας ανάβει με τη μία και μας κάνει παρανάλωμα. Βγάζει κάτι το νεανικό, κάτι το αυθόρμητο όλη αυτή η αίσθηση και –μιας κι έχουμε την υπερβολή στο αίμα μας– την τραβάμε απ’ τα μαλλιά και την ονομάζουμε έρωτα.
Πολλές φορές, μάλιστα, χρησιμοποιούμε κι αναδρομικά τη φράση, αφού ήδη έχουμε ερωτευτεί ως τα μπούνια. Γυρνάμε πίσω, σ’ εκείνη την πρώτη γνωριμία που πάθαμε το εγκεφαλικό και λέμε όλο καμάρι «ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά». Συγχωρείστε. Γιατί λέμε, λέμε, αλλά, όπως και να μας βρει ο έρωτας, είναι καλοδεχούμενος. Κι ας τα φουσκώνουμε λιγάκι τα πράγματα πάνω στον πρώτο ενθουσιασμό και στο «Πού ήσουν κρυμμένος τόσο καιρό εσύ;!».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη