Σιγά μην ήταν κι έρωτας. Βρήκαμε, τώρα, την εύκολη λύση και την πιπιλάμε με κάθε ευκαιρία. Δεν ξέρεις τι σου γίνεται, ονόμασέ το ‘κει χάμω «έρωτα», να ‘χεις να καμώνεσαι πως αισθάνθηκες και κάτι συγκλονιστικό. Έφταιγε που ήσουν μέσα στην κατάσταση, δεν μπορούσες να τα δεις αντικειμενικά τα πράγματα. Μπα, τώρα που το καλοσκέφτεσαι, κάτι άλλο ήταν, αλλά τι, σου διαφεύγει.
Σιγά μην ήταν κι έρωτας. Γιατί, δηλαδή, να ήταν; Επειδή ταιριάζατε; Επειδή γελούσατε με τα ίδια αστεία κι επειδή συμπληρώνατε ο ένας τη φράση του άλλου; Και με τους φίλους σου ταιριάζεις. Όχι, δεν είναι δείγμα αυτό. Θα κάτσεις να τα βάλεις κάτω ένα-ένα, να αποδείξεις πως δεν ήταν τίποτα. Ή, τέλος πάντων, κάτι ήταν, αλλά μικρό κι ασήμαντο. Μια συνήθεια, ναι, αυτό ήταν.
Σαν τον καφέ το πρωί και το ντους πριν κοιμηθείς. Κάπως μπερδεύτηκες κι εδώ, βέβαια, αφού πριν ανοίξει καλά-καλά το μάτι σου, πληκτρολογούσες μήνυμα. Κι αυτό το ντους, όλο και το έκανες πιο αργά κάθε βράδυ, γιατί χαζολογούσατε στα τηλέφωνα. Εντάξει, τι να έκανες, τίποτα καλό δεν έπαιζε η τηλεόραση.
Μη σταθείς στο γεγονός πως κι οι δύο σα ζόμπι πηγαίνατε το πρωί στη δουλειά, αφού κανένας δεν καληνύχτιζε μέχρι να τον πάρει ο ύπνος με τα hands free στο αφτί, θα ήταν αγενές. Ευγενικός ήσουν, δεν απολάμβανες κάτι. Ούτε σου περνούσαν χαζές σκέψεις απ’ το μυαλό, όπως τι ωραία που θα ήταν να τα λέγατε από κοντά, ξαπλωμένοι.
Ούτε μετράει που τώρα πια, που δεν τα λέτε, εσένα σου λείπει. Είπαμε συνήθεια ήταν, αλλά απ’ τις κακές, που κόβονται πιο δύσκολα. Ούτε βρίζεις το κινητό σου, επειδή δε φιγουράρει ένα συγκεκριμένο όνομα, κάθε φορά που χτυπάει, λες και φταίει το δόλιο κι όχι ο ιδιοκτήτης του. Ούτε βρίζεις και τον άλλο που δε σηκώνει το κουλό του να στείλει μήνυμα και τα πόδια του να έρθει να σε βρει. Αυτές είναι αντιδράσεις ερωτευμένων κι εσύ δεν είσαι.
Σου άρεσε λιγάκι, το ομολογείς. Είχες πιάσει μερικές φορές τον εαυτό σου να τον χαζεύει, όταν δε σε έβλεπε, σε είχαν πιάσει με τη σειρά τους κι άλλοι να χαμογελάς σαν τον ηλίθιο όταν τον σκεφτόσουν. Κάτι λίγες φορές ένιωθες κι ένα σφίξιμο στο στομάχι κι ένα τρέμουλο στα χέρια, αλλά μπορεί και να ‘χες φάει τίποτα βαρύ, πού να θυμάσαι τώρα. Έλα, μωρέ, ένα καβλαντισματάκι ήταν, σιγά μην ήταν κι έρωτας.
Εξάλλου, αρέσεις, δε θα κάτσεις να σκάσεις. Σου το λέει ο καθρέφτης σου, σου το λέει η μαμά σου, σου το λένε και τα βλέμματα θαυμασμού. Τώρα, γιατί εκνευρίζεσαι που αρέσεις σε όλους, εκτός από έναν, είναι καθαρά θέμα εγωισμού, θα πάρεις λίγη επιβεβαίωση από ‘δω κι από ‘κει και θα ξεχαστείς.
Γέμισε ο τόπος διαθεσιμότητα, κάποιος θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον σου. Θα διασκεδάσεις, θα καταλήξεις και σε κανένα κρεβάτι κι ούτε που θα ασχοληθείς με το πού σκατά βολοδέρνει κι έχει εξαφανιστεί. Κι εσύ εξαφανισμένος είσαι, εξάλλου, γιατί δεν ήταν έρωτας.
Ούτε τρώγεσαι με τα ρούχα σου ούτε τα βάφεις μαύρα στην υποψία πως σε ξέχασε. Αυτά τα κάνουν οι ερωτευμένοι, τα ‘παμε. Ένα πάθος ήταν, σιγά, μια ιστορία του σωρού που θα μπορούσε να γίνει έρωτας, αλλά δεν έγινε. Και κάνα δυο αγκαλιές που έπεσαν και κάνα δυο φιλιά που δόθηκαν και κάνα δυο γλυκόλογα που ειπώθηκαν τίποτα δε σήμαιναν, η στιγμή σας είχε βρει ευάλωτους.
Σιγά μην ήταν κι έρωτας. Αν ήταν, θα ήταν εδώ. Δε θα είχε ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Γιατί έτσι είναι ο έρωτας. Δε χάνεται, δε φεύγει, δεν υπεκφεύγει, βρίσκει ένα σωρό δικαιολογίες για να τριγυρνάει γύρω σου κι όχι μόνο στο μυαλό σου. Έτσι δεν έχεις μάθει;
Τότε γιατί είσαι μονίμως κακοδιάθετος, γιατί βαριέσαι όποιον σου μιλάει, γιατί τα χάδια άλλων σου φέρνουν αναγούλα κι όχι ευχαρίστηση; Μάλλον τελικά ήταν έρωτας. Σαν πρωτάρης την πάτησες κι ερωτεύτηκες μόνος σου. Γιατί, αν ήταν και για τον άλλο, τώρα δε θα περπατούσες, θα αιωρούσουν. Αλλά δεν ήταν, πορεύεται μια χαρά χώρια σου, όλα αυτό δείχνουν. Παίρνεις κι εσύ τη βεβαιότητά σου και περιμένεις να σου ξεφτίσει, πάντα έτσι γίνεται.
Ορθά πράττεις, καλύτερα που ξεμπέρδεψες μια ώρα αρχύτερα. Σωστά τα αναλογίζεσαι, αρκεί σε κάποιο άλλο δωμάτιο να μην κοιτάει κι εκείνος το ταβάνι, κάνοντας ακριβώς τις ίδιες σκέψεις. Είναι που ταιριάζατε και σε όλα σας, ανάθεμά σας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη