Ένα απόγευμα Κυριακής, αποφασίσαμε με μια φίλη να κάνουμε κάτι που το αναβάλαμε καιρό. Εγώ επειδή ψιλοβαριόμουν, εκείνη επειδή δεν ήταν και πολύ έτοιμη ψυχολογικά. Το ονομάσαμε «Επιχείρηση: Ξεσκαρτάρισμα». Παραγγείλαμε καφέ και στρωθήκαμε. Μετά από τρεισήμισι ώρες, διαφωνίες και μπόλικες αναπολήσεις, σουτάραμε μία τεράστια σακούλα.
Χαρά σε όποιον τα χαρεί και φαντάσου τι έχει να γίνει όταν πιάσουμε τα παπούτσια και τα πάνω ντουλάπια, καθώς αυτό ήταν μια πρώτη σκούπα. Εννοείται έμειναν και ρούχα με ερωτηματικό, αφού έχει κι αποφασιστικότητα τα όριά της.
Σίγουρα θα έχεις κι εσύ έναν τέτοιο φίλο ή μπορεί και να είσαι ένας από αυτούς ή και να είχες παλαιότερα το σύνδρομο της «σαβούρας», όπως το ονομάζω. Προσωπικά ανήκω στην τρίτη κατηγορία, για να μη στο παίζω υπεράνω. Μάζευα από ρούχα κι αξεσουάρ, μέχρι τετράδια του φροντιστηρίου κι άδεια μπουκάλια από αρώματα. Μέχρι που μπούκωσα κι εγώ κι οι αποθηκευτικοί μου χώροι κι όλο γενναιότητα αποχωρίστηκα τα πολυαγαπημένα μου –άχρηστα πλέον– αναμνηστικά.
Είναι πολλοί οι άνθρωποι που αρνούνται να πετάξουν οτιδήποτε και γεμίζουν αποθήκες και κουτιά με όλων των λογιών τα μπιχλιμπίδια. Είναι η φίλη σου που αρνείται τα πετάξει τα σκουλαρίκια που φόραγε το πολύ ως την τρίτη γυμνασίου, η μάνα σου που κρατάει τα μωρουδιακά σου ευλαβικά, είναι όλοι εκείνοι γενικά που κρατάνε φυλαγμένο το παρελθόν τους και τους διακατέχει μια άρνηση να το αποχωριστούν κι ανατρέχουν συχνά-πυκνά σ’ εκείνα τα κουτιά αδειάζοντάς τα, χαζεύοντάς τα με νοσταλγία κι επανατοποθετώντας τα στη θέση τους με συγκίνηση.
Παρένθεση: Είναι αυτονόητο πως ο καθένας έχει τα αναμνηστικά του, ρούχα, σημειωματάκια, ημερολόγια κι οτιδήποτε άλλο μπορείς να φανταστείς που τα φυλάει σαν τα μάτια του. Είναι αντικείμενα που έχει συνδέσει με ανθρώπους, με περιόδους της ζωής του, που είναι δεμένος μαζί τους γιατί του θυμίζουν ιδιαίτερες στιγμές. Αυτά όσο κι αν παλιώσουν, φθαρούν, τρυπήσουν, σκουριάσουν ή ό,τι άλλο τους προκαλέσει ο χρόνος δεν πετιούνται. Άλλο αυτό κι άλλο το άλλο άκρο.
Γιατί, όμως, άραγε, να συμβαίνει; Για ποιο λόγο επιλέγουν να κρατάνε όλα εκείνα τα άχρηστα που τους προκαλούν ασφυξία κι έλλειψη χώρου με αποτέλεσμα να έχουν πρόβλημα με οποιοδήποτε νέο τους απόκτημα καθώς «Πού θα το βάλω, μωρέ, όλα είναι τίγκα;»; Μια απλή εξήγηση είναι η βαρεμάρα. Θέλει χρόνο και κούραση όλη αυτή η αναδιοργάνωση, θέλει και να είσαι σίγουρος πως δε θα μετανιώσεις που πέταξες εκείνο το παντελόνι, παρ’ όλο που εδώ και εφτά χρόνια δε σου κουμπώνει. Κι αν αδυνατίσεις;
Μια βαθύτερη ερμηνεία είναι η γενικότερη δυσκολία αποχωρισμού που τους διακατέχει. Αν τους παρατηρήσεις πιο προσεκτικά, ίσως διαπιστώσεις πως αυτή τους η τάση επεκτείνεται και στις προσωπικές τους σχέσεις. Κάποιος που δυσκολεύεται να αποχωριστεί ένα άψυχο πράγμα, πόσο εύκολα θα αποχωριστεί ανθρώπους; Όποιος δένεται με τα υλικά, φαντάσου άπαξ και δεθεί με τα έμψυχα.
Γεμάτη πράγματα που δε φοράνε η ντουλάπα τους, γεμάτη ανθρώπους και καταστάσεις που τους φθείρουν η ζωή τους. Όπως δε θα πετάξουν ένα ρούχο με την ελπίδα πως κάποτε θα ξαναέρθει στη μόδα και δε θα μοιάζουν γραφικοί φορώντας το σήμερα, έτσι δεν ξεκόβουν από καταστάσεις με την ελπίδα να αλλάξουν προς όφελός τους. Με τον ίδιο τρόπο που κοιτάζουν τα ενθύμια περασμένων, πιο χαρούμενων ετών, κάπως έτσι χάνονται και στο παρελθόν τους εμποδίζοντας το παρόν να τους φέρει κάτι καλύτερο.
Με τον ίδιο τρόπο, ωστόσο, που γεμίζει ένα ντουλάπι όλο άχρηστα πράγματα, παρόμοια γεμίζει κι η ζωή με βλαπτικούς ανθρώπους. Κι ακόμα κι αν έχεις επιπλέον αποθηκευτικό χώρο στο σπίτι σου, σπάνια συμβαίνει το ίδιο και με το μυαλό και την καρδιά σου. Δεν έχει χώρο για νέους ανθρώπους που θα σε γεμίζουν θετικότητα, αν επιμένεις να μην πετάς έξω τους τοξικούς.
Η ντουλάπα σου είναι γεμάτη, αλλά εσύ δεν έχεις τι να φορέσεις, αφού τα μισά δε σου κάνουν και τα άλλα μισά μοιάζουν σαν να έκανες ταξίδι στο χρόνο. Δε θα αγοράσεις νέα ρούχα αν έχεις την ψευδαίσθηση πως δεν τα χρειάζεσαι. Δε θα πας στα μαγαζιά αν γυρνώντας σπίτι ξέρεις πως θα πρέπει κι αυτά να τα στριμώξεις κάπου, με πιθανό αποτέλεσμα να μπερδευτούν με τα παλιά σου και να ξεχάσεις την ύπαρξή τους.
Όπως αλλάζει, όμως, η μόδα αλλάζει κι η ζωή. Κι αν η μόδα ανακυκλώνεται, σπάνια συμβαίνει με τους ανθρώπους. Κι αν το καλοσκεφτείς, δε θα νιώσεις ποτέ τον ίδιο ενθουσιασμό που ένιωσες όταν πρωτοφόρεσες κάτι, ακόμα κι αν ξαναέγινε hot τάση δέκα χρόνια μετά. Ακόμα με θυμάμαι να τα χώνω στη μάνα μου που είχε πετάξει όλα εκείνα τα 80’s κομμάτια των νιάτων της που έκαναν come back λίγα χρόνια πριν. «Κι εγώ γιατί να το φανταστώ, όλοι έλεγαν πως πιο κιτς δεκαετία δεν είχε ξαναϋπάρξει» μου απάντησε. Έτσι να σκέφτεσαι κι εσύ. Μην κρατάς τίποτα που δε σου προσφέρει κάτι, περιμένοντας μια επαναφορά.
Τώρα, λοιπόν, που τα συζητήσαμε, να έρθω την Κυριακή να ξεσκαρτάρουμε; Έχω κάνει καλή προπόνηση τελευταία.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη