Οι άνθρωποι κλαίνε∙ το ξέρεις, έτσι; Κλαίνε από χαρά, από πόνο, από συγκίνηση ή από θυμό. Το κλάμα είναι εκτόνωση, είναι καταπιεσμένα συναισθήματα που ξεσπάνε. Κάποιοι το έχουν εύκολο, ανοίγουν οι βρύσες αυτόματα με το που βιώσουν κάτι έντονο, κάποιοι απλά δακρύζουν και κάποιοι άλλοι αναρωτιέσαι αν έχουν να κλάψουν από όταν ήταν μωρά.
Οι άνθρωποι κλαίνε, επίσης, επειδή ένας άλλος άνθρωπος τους πλήγωσε. Θα κλάψουν μπροστά του, αν δεν μπορούν να συγκρατηθούν, ή θα περιμένουν να μείνουν μόνοι τους για να κοκκινίσουν τα μάτια τους με την ησυχία τους. Θα τα μπήξουν γιατί όσα είπες κι έκανες –ή όσα δεν είπες και δεν έκανες– τους πόνεσαν. Το ‘χουν ανάγκη να ξεσπάσουν, να εκτονωθούν, να σταματήσουν να προσποιούνται πως όλα είναι καλά ή πως δεν τους έτσουξε και τόσο η συμπεριφορά κάποιου.
«Μάτια που κλαίνε, μην τα πιστεύεις» λέει ένα γνωστό λαϊκό τραγούδι. Εκείνον που έχεις απέναντί σου, όμως, θα έπρεπε να τον ξέρεις κάπως καλύτερα. Θα έπρεπε να μπορείς να καταλάβεις αν το δάκρυ-κορόμηλο που τρέχει, είναι κροκοδείλιο ή βγαίνει απ’ την ψυχούλα του γιατί δεν αντέχει άλλο. Θα τους δεις να γυαλίζουν τα μάτια τους, να σπάει η φωνή τους και –αν δε φύγουν– θα γίνεις μάρτυρας μιας απ’ τις πιο προσωπικές στιγμές του. Να κλαίει και να κλαίει εξαιτίας σου. Επειδή υπάρχουν χίλιοι τρόποι και λόγοι για να πονέσει κάποιος από κάποιον άλλο, επειδή οι άνθρωποι πληγώνουν και πληγώνονται, είναι νόμος των μεταξύ τους σχέσεων.
Δεν το ‘θελες ή μπορεί και να το ‘θελες, δε σε νοιάζει ή μπορεί και να σε πονάει να τον βλέπεις έτσι από δική σου πρωτοβουλία, τον έφτασες σε αυτό το σημείο με το ψέμα ή με την αλήθεια σου, δεν αλλάζουν και πολλά. Όχι πως έχεις και πολλές επιλογές. Η παρηγοριά από αυτόν που σε έφτασε σε αυτό στο σημείο είναι μάλλον ειρωνική κι οξύμωρη. Μπορεί να τα αισθάνεται τα συμπονετικά λόγια, δε λέω, αλλά το αποτέλεσμα, η ουσία, μένουν αναλλοίωτα. Τον έκανες να κλάψει.
Και, να σου πω κάτι; Δεν πειράζει πάντα. Δεν είσαι υποχρεωμένος να κλείνεις το στόμα σου, να προσποιείσαι και να καταπιέζεσαι από φόβο μήπως τραυματίσεις τις ευαισθησίες του άλλου. Δεν είναι καν απαραίτητο να φερθείς εντάξει, αν δεν το νιώθεις. Είναι προτιμότερη μια ειλικρινής σκατοσυμπεριφορά, από κάλπικους σεβασμούς κι αγάπες. Πλήγωσε και φύγε, μη γυρίσεις πίσω, μην κάνεις τίποτα που δε σου βγαίνει αυθόρμητα. Ακόμα κι αν αισθανθείς οίκτο, εκεί είναι που πρέπει να επιταχύνεις.
Έχεις κάνει ανθρώπους να κλάψουν, όπως και σε έχουν κάνει. Για μερικούς το ξέρεις, γι’ άλλους το υποψιάζεσαι. Μπορεί να μη σ’ απασχολεί κιόλας, δικαίωμά σου. Να σου πω, όμως, τι είναι υποχρέωσή σου. Να τους σέβεσαι. Ούτε να τους εκτιμάς, ούτε να τους παρηγορείς, ούτε να απολογείσαι. Αν κάποτε ήσουν κι εσύ στην ίδια κατάσταση, έχεις βιώσει από πρώτο χέρι τον πόνο που αντιμετωπίζει κάποιος εκείνη την ώρα. Είναι η ολοζώντανη απόδειξη της επιρροής που έχεις πάνω στον άλλο, της έντασης των συναισθημάτων του για σένα.
Έκανες έναν άνθρωπο να ανασάνει –κυριολεκτικά– δυσκολότερα για λίγο, να χάνει τον αυτοέλεγχό του, να σου αποκαλύπτει την αδυναμία του. Δεν έχει εγωισμό ή περηφάνια εκείνη τη στιγμή, είναι πλήρως ευάλωτος μπροστά σου κι αυτό είναι τιμή σου μεγάλη. Πόσοι, νομίζεις, έχουν κλάψει πραγματικά για σένα; Πόσοι πληγώθηκαν σε τέτοιο βαθμό που τα δάκρυά τους ήταν πόνου κι απελπισίας κι όχι εγωισμού; Μετρημένοι στα δάχτυλα, του ενός χεριού. Δεν είναι –προφανώς– να το παινεύεσαι, μα, σκέψου το και κρίνε τι αντιμετώπιση αξίζουν να λαμβάνουν πλέον από εσένα.
Το αληθινό κλάμα –όχι το θεατρινίστικο με τον ιδιοτελή σκοπό να συγκινήσει ή να γεμίσει ενοχές αυτόν που το προκάλεσε– ξεπηδάει απ’ την ψυχή. Τον καταλαβαίνεις όποιον κλαίει γιατί, τη δεδομένη στιγμή, δεν του έχει μείνει άλλη αυτοσυγκράτηση κι όποιον κλαψουρίζει επειδή είναι drama queen και θέλει τον προβολέα επάνω του. Πώς μπορείς, λοιπόν, να τον απαξιώσεις;
Επαναλαμβάνω, λοιπόν. Mάτια που έχουν κλάψει εξαιτίας σου, θα τα σέβεσαι. Όχι προτροπή, μα προσταγή και κάτι μη διαπραγματεύσιμο. Είναι και το μόνο, το οποίο τους χρωστάς.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη