Τα χρωστούμενα, γενικώς, μας βαραίνουν. Μας πάνε πίσω, μας εμποδίζουν να οργανωθούμε, μας γεμίζουν άγχος. Κι αν είναι μία φορά δύσκολο να σου χρωστάνε, είναι ακόμα δυσκολότερο να χρωστάς εσύ. Πρακτικά, αλλά, κυρίως συναισθηματικά. Ο καθένας μας λοιπόν χρωστάει σε κάποιον ή κάποιους τρεις φράσεις: ένα μεγάλο «ευχαριστώ», μία μεγαλύτερη «συγγνώμη» κι ένα ακόμα μεγαλύτερο «άντε στο διάολο». Θα έλεγα και κανένα πενηντάευρω, αλλά αισθάνομαι την ανάγκη να διατηρήσω ένα επίπεδο και να μη γίνω πεζή.
Τρεις φράσεις που με την πολυχρησία τους τις έχουμε εξευτελίσει λιγουλάκι, με αποτέλεσμα να χάνουν το αυθεντικό τους νόημα. Πολλές φορές τις λέμε, μα είναι και κάποιες στιγμές που επιβάλλεται να ειπωθούν κι εμείς σφυρίζουμε αδιάφορα.
«Ευχαριστώ»: Πότε ήταν η τελευταία φορά που ευχαρίστησες τους αγαπημένους σου; Στην πράξη εν προκειμένω, όχι στα λόγια. Πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανες μια πράξη αγάπης προς τους φίλους, τους γονείς σου, το σύντροφό σου ή ακόμα και το σκύλο σου -αυτός αισθήματα δεν έχει; Την επιζητάμε την επιβεβαίωση, θέλουμε να μας δείχνουν πόσο σημαντικοί είμαστε. Δεν είναι τίποτα, μωρέ, μην τρομάζεις. Μια σφιχτή αγκαλιά, μια μέρα να την αφιερώσεις αποκλειστικά σ’ αυτούς, ένα άσχετο μήνυμα ενώ πήζεις στη δουλειά. Δείξε την ευγνωμοσύνη σου, μη θεωρείς δεδομένο ότι το ξέρουν, αλλά κι αν το ξέρουν, εσύ να τους το υπενθυμίζεις. Ο άνθρωπος που νιώθει πως τον εκτιμούν, πάντα θα κάνει περισσότερα, έτσι ήταν κι έτσι θα είναι. Και για να σε τρομάξω, επειδή η ζωή είναι καριόλα, μη φτάσεις ποτέ στο σημείο να μετανιώσεις για τα «ευχαριστώ» που τσιγκουνεύτηκες νομίζοντας μακάρια πως ο χρόνος είναι απεριόριστος.
«Συγγνώμη»: Πόση δύναμη θέλει να ζητήσεις συγγνώμη και να την εννοείς; Γιατί, αν δεν τη νιώθεις και τη λες για παρηγοριά ή λόγω τυπικότητας, ασ’ το να πάει στα κομμάτια. Η μετάνοια, που οδηγεί στην αξίωσης συγχώρεσης, είναι επίπονη διαδικασία. Καταρχάς, προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση του γεγονότος πως με κάποιο τρόπο πλήγωσες κάποιον. Κι αυτό το αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι με μια στοιχειώδη τσίπα που έχουν τα κότσια να παραδεχτούν ότι φέρθηκαν μπάσταρδα. Πλήγωσες; Όλοι μας. Δε μετάνιωσες; Με γεια σου, με χαρά σου. Άσε τις συγγνώμες, αν δεν τις νιώθεις, είναι απείρως χειρότερες οι γιαλαντζί, που λέγονται, αλλά δεν αποδεικνύονται. Αν όμως σε τρώει, ζήτα τη και κινήσου ανάλογα. Δε σου εγγυάται κανένας πως θα σου δοθεί συγχωροχάρτι, αλλά θα κοιμάσαι πιο ήσυχος γνωρίζοντας πως αδίκησες, μετάνιωσες, αλλά και προσπάθησες. Πολλές φορές, ξέρεις, ήδη μας έχουν συγχωρήσει και περιμένουν από μας μια αναγνώριση του λάθους για να καθαρίσουμε τα μητρώα μας και να πάμε παρακάτω. Δοκίμασέ το, είναι πιο ανώδυνο απ’ όσο ακούγεται. Σ’ όλες τις άλλες περιπτώσεις, ρίξε μια εξήγηση κι ως εκεί, μην εκφυλίζεις τη λέξη. Θυμάσαι τι λένε για τη συγγνώμη και το φιλότιμο, έτσι;
«Άντε μου στο διάολο»: Σε πλήρη αντίθεση με τα δύο παραπάνω, το να διαολοστέλνεις, απομακρύνει ανθρώπους από δίπλα σου. Και πολύ καλά κάνει. Να τους στέλνεις στο διάολο κι ακόμα παραπέρα, όλους εκείνους που σου μαυρίζουν την ψυχή. Δεν είναι πλασμένος ο άνθρωπος για τη δυστυχία και μερικοί έχουν μάστερ στο να σου γαμάνε την ψυχολογία. Καλή κι η ανωτερότητα, εξαιρετική κι η αξιοπρέπεια, όμως, ορισμένοι απλά δεν καταλαβαίνουν. Να τα δίνεις τα χρονικά σου περιθώρια, να προσπαθείς να τους δώσεις με το καλό να καταλάβουν, αλλά όλα έχουν κι ένα όριο και κάποιοι δεν ξέρουν πού να σταματήσουν. Άσε κατά μέρους, λοιπόν, τις ηρεμίες και τους πολιτισμούς και πέσε για μια φορά στο επίπεδό τους. Ξέσπασε τα νεύρα σου, τα παράπονά σου, χώσε τα καντήλια σου και στειλ’ τους στα τσακίδια. Μην τα κρατάς μέσα σου, θα σε ξεζουμίσει όλος αυτός ο αρνητισμός κι η καταπίεση. Αφού τους βλέπεις, το αποζητά ο οργανισμός τους. Πάψε να τους διευκολύνεις επειδή εσύ έχεις μάθει να παίζεις τίμια, τρίψε τους στα μούτρα πόσο σκατάνθρωποι είναι κι αποχώρισε. Κάνε την έκπληξη στο φινάλε, για να μη σε περνάνε και για τόσο θύμα και ζήσε από δω και στο εξής απαλλαγμένος απ’ τη μίζερη παρουσία τους. Στο διάολο, λοιπόν, και είναι απ’ τις πιο ανακουφιστικές στιγμές που θα βιώσεις.
Οι άνθρωποι –όλοι ανεξαιρέτως– μπορούν να γίνουν θύτες ή θύματα, αχάριστοι ή υπερβολικά ανεκτικοί. Και δυσκολεύουν τη ζωή τους γιατί δε δείχνουν την αγάπη τους –λες και δε γεμίζουμε αμφιβολίες πότε-πότε–, βάζουν μπροστάρη τον εγωισμό τους και δε ζητάνε τις συγγνώμες τους και δεν έχουν μάθει πότε και ποιους οφείλουν να διαολοστέλνουν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη