Η Ελάιζα και ο Χένρι από την «Ωραία μου κυρία», η Ρίτα και ο Φρανκ από το «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα», οι «Δύο Ξένοι», aka ο Κωνσταντίνος και η Μαρίνα, ο Σάκης ο υδραυλικός και η Λίλη η γιατρός του «Λαβ Σόρρυ», τι σχέση μπορεί να έχουν; Φαινομενικά καμία, αλλά με μία δεύτερη ανάγνωση θα δεις πως το κοινό τους είναι ο έρωτας που αναπτύχθηκε ανάμεσα σε δύο φαινομενικά αταίριαστους ανθρώπους. Και λέγοντας «αταίριαστους», δεν εννοούμε διαφορές πολιτικές, θρησκευτικές ή φυλετικές, αλλά διαφορές που αφορούν το πνευματικό τους επίπεδο.
Ο ένας πνευματικά ανήσυχος, παρακολουθεί τις εξελίξεις της παγκόσμιας κοινότητας, έχει επαρκείς γνώσεις πολιτικού και ιστορικού περιεχομένου, γνωρίζει από τέχνη, διαβάζει λογοτεχνία, φιλοσοφία, ποίηση, γενικώς ψάχνεται, αναλύει οτιδήποτε συμβαίνει σε κοινωνικό -αλλά και προσωπικό- επίπεδο, έχει γνώσεις και άποψη, αγαπάει τις ατελείωτες συζητήσεις είτε αυτές αφορούν τους παράγοντες που οδηγούν στην πτώση του χρηματιστηρίου είτε το κατά πόσο ο Πλάτωνας επηρέασε την παγκόσμια φιλοσοφία, βρίσκεται σε μόνιμη νοητική διέγερση. Το να παρασκέφτεται και να υπεραναλύει έχει γίνει δεύτερη φύση του και πολλές φορές χάνει πολύτιμο χρόνο αφού αντί να δράσει, σκέφτεται.
Ο άλλος, πάλι, δεν πολυασχολείται με κάτι που δεν τον επηρεάζει άμεσα, δεν προβληματίζεται με ό,τι δε χτυπά την πόρτα του, δεν σκοτίζεται με το τι συμβαίνει στην άλλη άκρη της γης. Είναι περισσότερο άνθρωπος των πράξεων, βρίσκει ανούσιο το πολύ μπλα-μπλα, βαριέται το διάβασμα, τις αλληγορικές ταινίες, δε ζαλίζει τον εγκέφαλό του με μη πρακτικούς προβληματισμούς, δεν έχει πολλές-πολλές πνευματικές ανησυχίες, δεν τον συγκινούν τα διανοητικά ερεθίσματα, θεωρεί χαμένες τις ώρες που ξοδεύονται σε φιλοσοφικές συζητήσεις, δεν τον νοιάζει «τι θέλει να πει ο ποιητής» και δε βρίσκει εποικοδομητικές τις διαφωνίες που δεν είναι επί προσωπικού επιπέδου αλλά αφορούν σε θεωρητικά ζητήματα που δε χρήζουν ούτε λύσης, ούτε συμφωνίας, ούτε συμπεράσματος.
Μην μπερδεύεσαι, δεν έχει να κάνει με το iq του καθενός, ούτε με το μορφωτικό του επίπεδο. Υπάρχουν άνθρωποι με δέκα πτυχία που εξακολουθούν να μην έχουν βασικές γενικές γνώσεις και άνθρωποι που αποφοίτησαν από το λύκειο μόνο, αλλά ψάχτηκαν, διάβασαν και ενημερώθηκαν. Έχει να κάνει με το χαρακτήρα, το ανήσυχο πνεύμα, την έμφυτη περιέργεια και το ζώδιο -οκ, προφανώς και αστειεύομαι με το τελευταίο. Το ζουμάκι είναι το εξής: αν δύο τόσο διαφορετικοί άνθρωποι ερωτευτούν, το μεταξύ τους θα μπορέσει να λειτουργήσει;
Όπως συμβαίνει συνήθως σε κάθε σχέση που τα εμπλεκόμενα μέλη της είναι ετερώνυμα, αρχικά θα απαξιώσουν ο ένας τον άλλο. «Άντε μωρέ με τον κρυόκωλο ξερόλα» θα λέει ο ένας, «Δε μας χέζει ο άσχετος που έχει και άποψη» θα λέει ο άλλος. Επειδή ο έρωτας, όμως, χαίρεται να μας γλεντάει όταν καταλάβουν ότι την πάτησαν για τα καλά, θα κληθούν να συμβιβαστούν, να μάθουν να σέβονται ο ένας τη διαφορετικότητα του άλλου και -το σημαντικότερο όλων- θα δουν πώς μπορούν να επωφεληθούν από αυτή την ένωση. Και αυτό θέλει κότσια και υπομονή, φίλε μου. Γιατί άλλο να μου διαφωνείτε για το αν θα πάτε σε jazz βραδιά ή στο Νίκο Οικονομόπουλο και αν τα γεμιστά είναι πιο νόστιμα ορφανά ή με κιμά (ορφανά, παιδιά, μην ακούω μαλακίες) κι άλλο ο ένας να φτάνει σε οργασμό μελετώντας τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στην Βόρεια Κορέα, ενώ ο άλλος χασμουριέται διερωτώμενος γιατί να τον ενδιαφέρει τι συμβαίνει περίπου 12.000 χιλιόμετρα από εδώ.
Η απάντηση, όπως σε όλα, βρίσκεται στη μέση. Αν πρόκειται για πάθος, θα ξεφουσκώσει, θα βαρεθούν, δε θα νοιαστούν για την κοινή ομαλή συνύπαρξη, θα αποχαιρετιστούν και θα ψάξουν για κάτι που τους ταιριάζει περισσότερο. Αν πρόκειται για έρωτα αληθινό, επειδή ο έρωτας εμπεριέχει το στοιχείο του θαυμασμού, θα αποδεχθούν, θα διδαχθούν, δε θα (επι)κρίνουν, θα μπουν αυθόρμητα στη διαδικασία να εισέλθουν για λίγο στον κόσμο του άλλου, μπας και περνάς καλά κι εκεί. Δε θα αλλάξουν τις κοσμοθεωρίες τους, θα τις προσαρμόσουν. Απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, να ανοίξουν και οι δύο λίγο το μυαλό τους.
Και, κακά τα ψέματα, θα ξυπνήσει και το σύνδρομο του Πυγμαλίωνα, που λίγο-πολύ έχουμε όλοι μέσα μας και και πόσο γοητευτικοί είναι εκείνοι που σου εμπνέουν τη σιγουριά ότι όσο εσύ βρίσκεσαι σε χάος, θα σε ξεκολλήσουν από το δέντρο; Ομοίως, πόσο ιντριγκαδόρικοι οι άνθρωποι με τα ζιζάνια στο κεφάλι που μπορούν να προσδώσουν ενδιαφέρον σε οποιαδήποτε συζήτηση και σε προκαλούν να ανακαλύψεις τι άλλο κρύβεται εκεί μέσα; Κι όσο αφροδισιακό είναι να έχεις απέναντί σου κάποιον που διψά να του μεταδόσεις τις γνώσεις σου, άλλο τόσο είναι να έχεις κάποιον που σε βοηθά να χαλαρώσεις και να μην ψάχνεις απαντήσεις σε όλα.
Τώρα που το καλοσκέφτομαι, ίσως τους αρμόζει περισσότερο ο χαρακτηρισμός «συμπληρωματικοί» παρά «αταίριαστοι». Ίσως και όχι, ο ένας θα χρειαστεί λίγο χρόνο για να το ψάξει, ο άλλος ούτε που νοιάζεται αλλά κρυφογουστάρει που προβλημάτισε το υπεραναλυτικό μυαλό του μελετηρού του συντρόφου.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.