Ήτανε σαββατόβραδο που μου ‘πες το «αντίο». Καλά, μπορεί να μην ήταν Σάββατο. Εδώ που τα λέμε, μπορεί να μην ήταν καν βράδυ. Δε θυμάμαι και πολλά, όχι από απαξίωση αλλά από άρνηση. Αυτό που θυμάμαι, είναι η ευκολία με την οποία έφυγες. Απλά έφυγες και με άφησες στο χάσιμο, να σπάω το κεφάλι μου με αναπάντητα «γιατί». Λένε ότι στο χωρισμό φταίνε πάντα δύο και είναι από τα λίγα πράγματα που πιστεύω τόσο. Εγώ, τα δικά σου τα λάθη τα ξέρω. Τα δικά μου, πάλι, τα υποθέτω. Βλέπεις, μετά τη φυγή σου δε μου έκανες καν την τιμή να μου εξηγήσεις τι στο διάολο έκανα λάθος. Και μετά, το χάος. Εσύ να είσαι καλά κι εγώ σαν ζόμπι. Το έζησα το δράμα μου και μαζί με εμένα, όλοι μου οι φίλοι. Με έβλεπαν να χάνω κιλά, να κλαίω, να κάνω υστερικούς μονολόγους, να μη μαζεύομαι σπίτι, να με ωθώ στα άκρα μπας και μπορέσω από την εξάντληση να μη σε σκέφτομαι. Μετά, αποφάσισα να το παίξω ιστορία, μήπως με πείσω. Γνώρισα άλλους ανθρώπους, αξιόλογους και προσπάθησα. Μα τι μου έφταιγαν εκείνοι; Και μετά αποφάσισα ότι δεν το ‘χω και συνέχισα τη ζωή μου αποδεχόμενη ότι θα σε κουβαλάω σαν βραχνά. Περίμενα στωικά να γίνει αυτό που γίνεται πάντα: να σε ξεχάσω. Κι έγινε.
Μπήκες στο χρονοντούλαπο και ξέμεινες εκεί μέσα, ώσπου μια μέρα επέστρεψες. Με τις αγάπες σου και τα ωραία σου λόγια, με τις συγγνώμες σου και τις παραδοχές σου. Μα γιατί ζητάς συγγνώμη; Το λάθος σου δεν ήταν που έφυγες, άκουσες την καρδιά σου, δε σου αρκούσα εγώ, εμείς, βρήκες κάτι άλλο πιο ταιριαστό σε σένα ή απλά διάλεξες τη μοναξιά σου. Το λάθος σου είναι που γύρισες. Λάθος για εσένα, γιατί εμένα δε μου κάνει διαφορά. Λάθος σου που πίστεψες ότι γύρισες στον ίδιο άνθρωπο που άφησες τότε πίσω.
Αν έκανα μία λίστα των όσων κατάφερα όσο ήσουν μακριά θα σε εντυπωσίαζα. Αν έκανα και μία λίστα των όσων πέρασα απ΄ όταν έφυγες -κι όχι εξαιτίας σου- και πώς τα αντιμετώπισα, θα με θαύμαζες. Κι εσύ δεν ήσουν πουθενά. Ούτε στα καλά, ούτε στα άσχημα. Και κατέληξα να εντυπωσιάσω εμένα και να με θαυμάζω εγώ.
Είχα πωρωθεί, το παραδέχομαι. Ήσουν η προτεραιότητά μου. Ζούσα για τη δική σου επιβεβαίωση, προσπαθούσα να με αγαπάς εσύ περισσότερο από όσο με αγαπούσα εγώ. Επεδίωκα να γίνω καλύτερη για σένα, όχι για μένα. Δικό μου, όλο. Επιλογή μου ήταν. Επιλογή μου ήσουν κι εσύ. Επιλογή αυτής που ήμουν κάποτε. Πάντα πίστευα ότι οι άνθρωποι πάνε εκεί που πιστεύουν ότι τους αξίζει. Ότι διεκδικούν μόνο όσα πιστεύουν ότι τους αξίζουν. Κι όπως αποδείχθηκε, εγώ για τόσο με μέτραγα.
Το πέρασα τελικά το μάθημά σου κι ας έμενα μετεξεταστέα για καιρό. Αποτύγχανα όσο το παρακολουθούσα. Ήρθε η επιτυχία όταν εσύ σταμάτησες να διδάσκεις κι έμεινα να διαβάζω μόνη μου, από σημειώσεις. Άθελά σου με εξέλιξες. Με έκανες να συνειδητοποιήσω πόσα μπορώ να δώσω στον άνθρωπο που έχω δίπλα μου, πόση κατανόηση μπορώ να δείξω, πόση ανοχή έχω. Το φευγιό σου μου θύμισε πόσα μπορώ να πετύχω, βασιζόμενη σε μένα, πατώντας στα δικά μου πόδια, χωρίς να έχω ανάγκη το «μπράβο» κανενός. Οι δικές σου επιλογές με έκαναν να αισθανθώ περήφανη για τις δικές μου. Μέσω των διεργασιών που ακολούθησαν, κατέληξα με σιγουριά στο τι θέλω και τι κρίνω ότι αξίζω. Αγάπησα τα στραβά μου, που τόσο σε ενοχλούσαν και αντιλήφθηκα πως δε γίνεται να είμαι εγώ χωρίς αυτά. Μου έδωσα το δικαίωμα να μην είμαι τέλεια γιατί οι άνθρωποι που στ’ αλήθεια με αγαπάνε τα κάνουν γαργάρα. Ή, τουλάχιστον, όταν βγαίνει ο παλιοχαρακτήρας μου στην επιφάνεια, δεν ξεχνάνε τα όσα τους έκαναν να μ’επιλέξουν για σημαντική τους.
Τον άνθρωπο που έχω εγώ απέναντί μου, δεν τον θέλω. Δε μου κάνεις πια. Ο άνθρωπος που είμαι, δε θεωρεί ότι είσαι για αυτόν. Τζάμπα κόπος η επιστροφή σου.Ένα καλό είχε μόνο ο γυρισμός σου: που μου επιβεβαίωσε ότι η φυγή σου ήταν ό, τι σωστότερο έκανες ποτέ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου