Έλα να σου κάνω μια μίνι εξομολόγηση. Είκοσι οκτώ ετών η αρθρογράφος και για να καταλάβεις, στα δεκαπέντε μου μού φαινόταν τόσο πολύ μακρινή εκείνη η ηλικία που πίστευα θα έχω ήδη το δικό μου σπίτι και τη δουλειά μου που θα μου απέφερε τρελά κέρδη, δίνοντάς μου τη δυνατότητα να κάνω τη ζωάρα μου. Μουντζώστε ελεύθερα.

Επειδή δεν αποτελώ φωτεινή εξαίρεση, η δουλειά μου –όπως και των περισσοτέρων– όχι μόνο δε μου αποφέρει μερικές χιλιάδες ευρώ το μήνα, μα μου τρώει τη μισή μου μέρα, με ψοφάει στην κούραση και με κάνει να μετανιώνω την ώρα και τη στιγμή που σνόμπαρα τον μεσημεριανό ύπνο όταν ήμουν παιδί. Κάποιο βράδυ εξάντλησης, λοιπόν, όπου το μόνο που ήθελα ήταν να τσιμπήσω τίποτα και να ξεραθώ στον ύπνο περίπου για δεκαεννιά ώρες σερί, απόρησα: Τελικά υπάρχει ζωή μετά τα δωδεκάωρα δουλειάς;

Νομίζω με απασχόλησε εξίσου με το αιώνιο ερώτημα της ζωής μετά θάνατον και τρομοκρατήθηκα και λιγάκι όταν συνειδητοποίησα πώς περνούσαν οι μέρες μου και δεν το καταλάβαινα, αφού δεν έκανα τίποτα διαφορετικό απ’ το να δουλεύω-τρώω-κοιμάμαι-κοιμάμαι-γκρινιάζω-δουλεύω. Κι ένα ρημάδι σαββατοκύριακο που απέμενε, τι να το κάνεις; Σου βγαίνει η κούραση, τόσο η σωματική όσο κι η ψυχολογική και το μόνο που θες είναι να αράξεις και να μαζέψεις δυνάμεις. Μια βόλτα χωρίς πολλά-πολλά και τα κεφάλια μέσα.

Όχι, δεν είμαι αχάριστη, κατάπιε την κακία σου, αγαπητέ. Έχω υπάρξει επί μακρόν άνεργη και το έχω βιώσει κι αυτό το άγχος και την ανασφάλεια. Αλλά το πάμε και στο άλλο άκρο. Είτε ανεργία είτε «ζήσε για να δουλεύεις κι όχι δούλευε για να ζεις»; «Πολλά ζητάς»,  σε ακούω να λες και παθητικά συμφωνώ μαζί σου. Δεν υπάρχουν και κίνητρα, όμως, ρε παιδί μου. Εργάζεσαι ακατάπαυστα, έχεις τον κάθε ηλίθιο, με τις ηλίθιες απαιτήσεις του πάνω απ’ το κεφάλι σου, για έναν μισθό που –κατά πάσα πιθανότητα– δε φτάνει ούτε για «ζήτω». Ε, σου γυρίζει το μυαλό σε κάποια φάση.

Δύσκολα τα πράγματα, που λες. Όταν χτυπάς δέκα και δώδεκα ώρες δουλειάς, δεν έχεις και πολλές αντοχές μετά για να κάνεις πράγματα που σε ευχαριστούν και σου δίνουν κουράγιο. Τι ποτό μετά τη δουλειά και μονοήμερη την Κυριακή και να αρχίσουμε γυμναστήριο, πάτε καλά; Αφήστε μας να ξεκουραστούμε! Ερωτική ζωή; θυμίστε μου λίγο!

Και κάπως έτσι, καταλήγεις ένα ρομποτάκι. Μηχανικά ξυπνάς, πας δουλειά, επιστρέφεις μετά στο σπίτι σαν το ζόμπι, χώνεις και κανένα καφέ μία στο τόσο, έτσι για να λες πως κάτι κάνεις και περιμένεις τις μέρες άδειας σαν λύτρωση, όπου και πάλι φυτοζωείς, αφού αυτό που έχεις ανάγκη είναι η χαλάρωση. Δε βαριέσαι, όταν βγεις στη σύνταξη, θα έχεις όλο το χρόνο να αναπληρώσεις τα κενά. Τόσο τρομακτική προοπτική, όσο ακούγεται.

Δε βγαίνει, όμως, έτσι, ζωή, φίλε μου. Η βασική κούραση είναι η ψυχολογική, κατά κύριο λόγο αυτή σε οδηγεί και στη σωματική. Δεν είσαι ο μόνος, η πλειοψηφία τα ίδια βιώνει. Κι αφού –άμεσα– δε βλέπεις φως στο τούνελ, άλλαξε τον τρόπο αντιμετώπισης. Ξεκουνήσου, μωρέ, σήκωσε τον κώλο σου απ’ τον καναπέ, έστω και με το ζόρι και κάνε πράγματα που κάποτε σε ευχαριστούσαν, μα πια έχεις ξεχάσει. Χίλιες φορές να πας κουρέλι στη δουλειά, αν το προηγούμενο βράδυ του έδωσες και κατάλαβε. Χίλιες φορές να μη σε βλέπει το σπίτι σου αν σου έχει λείψει να κάνεις βόλτες, εκεί θα είναι οι τοίχοι, δε φεύγουν. Μια απόφαση είναι όλα. Ναι, ok, αν νιώθεις πως θα πέσεις κάτω απ’ την εξάντληση, καλό θα ήταν να μείνεις μέσα, αλλά κι έτσι να είναι, δεν μπορείς να μαζέψεις την παρέα σπίτι; Να πείτε δυο βλακείες, να δεις για πότε τα ξεχνάς όλα.

Αντιπερισπασμούς θέλει η φάση. Δεν περνάς καλά τη μισή σου μέρα, πέρνα το υπόλοιπο αυτής. Ειδάλλως, θα είσαι μια κινούμενη μιζέρια, σαν ξινισμένη γεροντοκόρη περασμένων δεκαετιών. Ισορροπία, εκεί είναι το κλειδί.

Μια ζωή την έχουμε, απ’ όσο γνωρίζουμε, τουλάχιστον, ας της δώσεις λίγο νόημα. Αφού δεν μπορείς να αλλάξεις τη δεδομένη στιγμή, έναν απ’ τους βασικούς της τομείς, κοίτα να ομορφύνεις τους υπολοίπους. Η γιαγιά μου κάθε φορά που της έλεγα «Βαριέμαι», αφιονιζόταν. «Να ‘χα τα νιάτα σου» μου απαντούσε και τώρα καταλαβαίνω τι εννοεί.

Η ενέργειά μας, η διάθεσή μας, καθορίζεται από μας. Ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα, επίσης. Ναι, σαφώς υπάρχει ζωή μετά τη δουλειά, απλά βολευόμαστε στην γκρίνια μας. Σταμάτα τη μίρλα και βρες τους δικούς σου τρόπους να εξισορροπήσεις την κατάσταση. Δεν είναι καλός σύμβουλος η παραίτηση, απόλυσέ τον.

Φαύλος κύκλος είναι όλα αυτά. Θα πάρει μπάλα και την προσωπική σου ζωή ή δυσκολίες της επαγγελματικής. Δεν αξίζει τον κόπο, πίστεψέ με. Και σε τελική ανάλυση να σου πω και κάτι; Μπορείς να αλλάξεις την κατάσταση; Όχι. Μπορείς να προσαρμοστείς, όμως, και να επικεντρωθείς στο να περνάς καλά στις υπόλοιπες; Ναι. It’s up to you, συνάδελφε.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Δούκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη