Όσα ξέρει η γειτόνισσα δεν τα ξέρει η CIA και το FBI μαζί. Για εγχώριες υπηρεσίες πληροφοριών στυλ ΕΥΠ και 11880, δεν το συζητώ καν. Τις έχουν ξεπεράσει πριν καν στηθούν. Αν δεν το ξέρει η γειτόνισσα τότε δεν έχει συμβεί, τέλος. Και σαφώς όταν λέμε γειτόνισσα, εννοούμε Ελληνίδα. Όχι σαν εκείνες τις ξενέρωτα διακριτικές φιγούρες του εξωτερικού. Απαπα, «εδώ είμαστε μια οικογένεια», όπως συχνά θα τις ακούσεις να λένε. Επικίνδυνα μεγάλη, θα πω εγώ.
Γιατί αν δεν ξέρει η γειτόνισσα βρε παλικάρι μου, τι χρώμα είναι τα μποξεράκια της μπουγάδας σου ένα προς ένα ή ποιος ήταν τέλος πάντων βρε κορίτσι μου εκείνος ο τύπος, ο ψηλός μελαχρινός που σε περίμενε με το αυτοκίνητο κάτω απ’ το σπίτι 1 Ιουλίου του 2012, τότε ποιος; Περί φημών και κουτσομπολιών το ανάγνωσμα, λοιπόν. Και ο συνήθης ύποπτος; Η κυρία Νίτσα, Πίτσα, Κίτσα, Σούλα, Κούλα, Ρούλα της διπλανής πόρτας, πέντε ορόφους πάνω ή ένα τετράγωνο μακριά. Γιατί το ραντάρ τους έχει απεριόριστη εμβέλεια.
Η new age κατίνα της πόλης δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει τις παλαίμαχες κι επαγγελματίες του είδους, που βρίσκονται παραδοσιακά στα χωριά και τις επαρχίες. Πλέον βρίσκονται παντού, κυκλοφορούν καμουφλαρισμένες ανάμεσά μας. Και είναι εξοπλισμένες και με όλα τα σύγχρονα μέσα της τεχνολογίας και δη τον μεγαλύτερο σατανά: το facebook. Φαινομενικά αθώες κυριούλες. Αμ δε! Με έναν καφέ έχεις μάθει τα άπλυτα όλης της περιοχής. Ή όλη η περιοχή τα δικά σου -εξαρτάται πόσο τυχερός είσαι. Με τόσο φτυάρι θα είχαμε προ πολλού μετρό σε όλη τη χώρα και με ελάχιστα κονδύλια. Όσο μπόι δεν τους έδωσες Θεέ μου, το πήραν σε μνημονικό και γλώσσα. Αυτές πρέπει να είναι το πιο αμαρτωλό κεφάλαιο της δημιουργίας και της εξέλιξης του γυναικείου φύλου.
Φυσικά δε χάνουν ευκαιρία για επισκέψεις, μαζώξεις, και λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις, κατά το γνωστό: «όπου γάμος και χαρά». Εκεί άλλωστε είναι το ψωμί της υπόθεσης. Θα τις δεις να ελίσσονται με χάρη και ταχύτητα σαν μικρόσωμοι αίλουροι από πηγαδάκι σε πηγαδάκι και να διασπείρουν τα νέα που εκμαίευσαν από το προηγούμενο. «Τα ’μαθες;», «Δε σου είπα», «Δε θα το πιστέψεις» και δωσ’ του το οπλοπολυβόλο και να μη συμμαζεύονται.
Η μακράν καλύτερη κατηγορία όμως είναι οι ύπουλες κατίνες ή αλλιώς κρυφές. Αυτές παίζουν με σύστημα. Όχι απλώς δε θα δώσουν την πληροφορία στο πιάτο, αλλά θα σου βάλουν την ιδέα και μετά εσύ θα ψάχνεσαι πριν το καταλάβεις να βρεις που σταματάει η αλήθεια και πού ξεκινάνε οι σάλτσες τους. Χαρακτηριστικές τακτικές: «Έμαθα κάτι, αλλά δε θέλω, μη με πιέζετε να σας πω», «A, μη με μπλέκετε, εγώ δεν ξέρω τίποτα», «Ο κόσμος είναι κακός, θα νομίζει ότι κουτσομπολεύουμε κιόλας».
Αυτό που απολαμβάνω περισσότερο με το κουτσομπολιό τους είναι ότι μαθαίνεις πράγματα που ακόμα κι εσύ ο ίδιος δεν ήξερες για τον εαυτό σου, το σπίτι σου, το κρεβάτι σου. Είναι πραγματικά απίστευτο πώς άνθρωποι που δεν ξέρουν εσένα μπορεί να μιλούν με άνεση για εσένα. Βέβαια αν έχεις λίγο χιούμορ και σαρκασμό, ακόμα καλύτερα, γιατί θα μείνεις στη φαιδρή πλευρά του πράγματος και θα ζήσεις τον μύθο σου. Ειδάλλως ετοιμάσου να λερώσεις το ποινικό σου μητρώο όταν φτάσουν τα νέα στ’ αυτιά σου.
Για να είμαστε όμως δίκαιοι και αντικειμενικοί, η κατίνα γειτόνισσα δεν είναι πάντα γένους θηλυκού. Μπορεί να μας ξενίζει η ιδέα, αλλά ναι, και οι άντρες συχνά είναι το ίδιο και χειρότερο κουτσομπόληδες από πρωινό του ANT1. Δεν ξέρω ακόμα αν είναι έμφυτο ή αν τους έχουν εκπαιδεύσει οι γυναίκες τους, αλλά κάποιοι είναι εξίσου άπιαστοι στο άθλημα. Αυτές τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις της προηγούμενης γενιάς πληρώνουμε. Δουλειά δεν έχουν όλη μέρα και το ρίχνουν στην ελεύθερη δημοσιογραφία και την παραφιλολογία.
Το παράθυρο και το τηλέφωνο και το πώς να περνάτε όλη τη μέρα μπροστά και πάνω από αυτό είναι σπουδαία τέχνη, δε λέω. Και απ’ ό, τι φαίνεται δεν πρόκειται να εκλείψει κιόλας σ’ αυτή τη χώρα, είναι παράδοση, αστικός μύθος κι επαρχιωτική κουλτούρα για κάποιους. Μη σας πω ότι πρέπει να καθιερώσουμε μια επίσημη ημέρα που να μπορούν ελεύθερα να κυκλοφορούν ελεύθερα κατίνες και κατίνοι. Θα σπάσουν ρεκόρ ταχύτητας στο δρόμο, θα έχουμε νέα μονάδα μέτρησης, «να σου πω κι εκείνο και το άλλο/λεπτό». Θα βγάλουμε γούστα, όχι αστεία.
Επιμέλεια Κειμένου Ελευθερίας Παπαναστασίου: Σοφία Καλπαζίδου