Τι εννοείς τι έχω και μαλώνω με όλους; Δίκιο! Από τότε που ήμουν στα νήπια και με πήγαινε η μαμά μου χεράκι-χεράκι στο σχολείο και μου έλεγε ότι είμαι το  καλύτερο παιδάκι στο σπίτι. Το θυμάμαι ξεκάθαρα, σας λέω. Κι ας ήμουν το μοναδικό παιδί στο σπίτι. Και για πολλά ακόμα χρόνια μοναχοπαίδι. Δε βρίσκω καμία προφανή σχέση.

Σας έχει τύχει κι εσάς; Να μαλώνετε με τον άλλον και να έχετε δίκιο; Και πριν και μετά τον καβγά. Όχι σαν αυτό το δίκιο που έχουν πάντα οι πελάτες, το άλλο, το κανονικό. 

Εντάξει, δε λέω. Μπορείτε να διαφωνείτε, δε γίνεται να είμαστε όλοι σωστοί και τέλειοι. Φήμες λένε ότι ακόμα κι εμείς, καμιά φορά που νομίζουμε ότι έχουμε κάνει λάθος, έχουμε κάνει λάθος και σ’ αυτό!

Αρχίζω να έχω βάσιμες υποψίες ότι οι άνθρωποι χωριζόμαστε σε δύο κατηγορίες. Σ’ αυτούς που λένε ότι τρώνε τα πάντα και δεν παχαίνουν και σ’ αυτούς που λένε ότι έχουν πάντα δίκιο. Κι όχι, η πρώτη κατηγορία δεν είναι μόνο άντρες ούτε η δεύτερη μόνο γυναίκες. Unisex προνόμιο και το ένα και το άλλο.

Τι προνόμιο δηλαδή, τέχνη ολόκληρη. Ξέρετε τι μαεστρία θέλει να αναποδογυρίζεις και να ανεβοκατεβάζεις συζητήσεις για να τις φέρεις στα μέτρα σου κι εκεί που σε συμφέρει; Λίγο να αλλάξεις τα λόγια του άλλου και τσουπ, να το: «Το ίδιο πράγμα λέμε, είδες που είχα δίκιο;». Κι αφού τους εκνευρίσεις τόσο ώστε να θέλουν να σου σερβίρουν μπουνιά, είσαι το πολύ πέντε λεπτά μακριά απ’ το να παραδεχτούν ότι ναι, έχεις δίκιο. Όχι, αν θέλουν ας κάνουν κι αλλιώς.

Κι είναι ωραίο να συνδιαλέγεσαι είτε με άλλους είτε με τον εαυτό σου και να έχεις πάντα δίκιο, αλλά στην τελική κάποτε καταντάει κι αυτό βαρετό. Δεν έχει καθόλου σασπένς και γοητεία, ρε παιδί μου, μια συζήτηση όπου δε γίνεται παιχνίδι απ’ όλες τις πλευρές. Είναι σαν να παίζεις σε άδειο γήπεδο και να χαίρεσαι κιόλας που σκίζεις τα δίχτυα.

Οι καλύτερες έξοδοι γίνονται μέσα από μεγάλες συζητήσεις. Κι εξίσου, οι μεγάλες συζητήσεις γίνονται ανάμεσα σε μεγάλους παίκτες, με δυνατά μυαλά κι ακόμα πιο δυνατά στόματα. Αλλιώς δεν κυλάει το πράγμα μόνο του, όσο κι αν το σπρώξεις εσύ. Ενώ όταν θα βρεθεί κάποιος να σε κοντράρει λίγο, να σου την πει, να σε κάνει να αμφισβητήσεις το υπερτέλειο κι αλάνθαστο «εγώ» σου, ξαφνικά ξυπνάς κι όλα αποκτούν ενδιαφέρον.

Και το πράγμα δε μένει εκεί. Πόσο υπέροχη και περιπετειώδης μπορεί να είναι πια μια ζωή στην οποία εσύ είσαι η αυθεντία; Όταν ξυπνάς και κοιμάσαι κάθε μέρα και νιώθεις ο επί γης Θεούλης πιο πολύ απ’ την προηγούμενη. Αν με ρωτάς, η ζωή ξεκινάει ακριβώς εκεί που τελειώνει η σιγουριά που έχουμε για τα πράγματα. Όταν μέσα από κάποιον και κάποιους θα ανατραπούν όλα όσα σκεφτόμασταν και βαφτίζαμε «σωστά» και «λάθος» για τη φιλία, τον έρωτα και καθετί ανθρώπινο. 

Είναι σαν τους φακούς στα γυαλιά ένα πράγμα. Ποτέ δεν ξέρεις ότι έχεις μυωπία μέχρι να βάλεις τα γυαλιά κάποιου άλλου. Κι ενώ τόσα χρόνια ήσουν χαλαρός και πίστευες ότι είχες το μάτι του λαγού και της κουκουβάγιας, ήσουν κοινώς γκαβός. Οπότε ξαφνικά βλέπεις το φως σε high definition κιόλας. Κάτι ψιλά γράμματα  σε οθόνες, συμφωνητικά και πινακίδες κι αρχίζεις να φοβάσαι ότι με τόσες υπογραφές και «ναι, συμφωνώ» στη google, εσύ τα έφερες τα μνημόνια στην Ελλάδα.

Το ερώτημα είναι απλό: εσύ θέλεις να δεις τι υπάρχει πέρα απ’ τα δικό σου οπτικό πεδίο και το δικό σου πρίσμα; Γιατί μην ξεχνάς ότι τα φαινόμενα πολλές φορές απατούν και πάντα δυο ζευγάρια μάτια είναι καλύτερα από ένα.

Το να εμπιστεύεσαι κάπου-κάπου και τους άλλους δε σημαίνει απαραίτητα ότι αμφισβητείς τον εαυτό σου και τις δυνάμεις σου. Αλλά ότι είσαι αρκετά δυνατός ώστε να ρισκάρεις, να πάθεις και να μάθεις. 

 

Επιμέλεια Κειμένου Ελευθερίας Παπαναστασίου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Ελευθερία Παπαναστασίου