Για να είναι κανείς ευτυχισμένος στη ζωή του αρκεί να έχει τρία πράγματα, λένε: κάτι να κάνει, κάτι να ελπίζει και κάτι να αγαπάει. Και όταν το άκουσα χαμογέλασα, γιατί ξαφνικά ένιωσα τυχερή που τα είχα όλα. Δε θυμάμαι πόσος καιρός πάει από τότε. Μα τώρα ξέρω σίγουρα ότι είμαι κιόλας.
Όλα ξεκίνησαν από την συζήτηση μ’ έναν άνεργο. Μου εξομολογήθηκε ότι από τότε που έχασε τη δουλειά του, είδε μια όψη της πραγματικότητας άγνωστης σε πολλούς από εμάς. Που ξυπνάμε κάθε μέρα στις 6 το πρωί κι ενώ βρίζουμε τη μοίρα μας που πρέπει να ξαναπάμε στην ίδια βαρετή δουλειά, είμαστε τόσο τυχεροί που φεύγουμε από το σπίτι μ’ έναν στόχο για τη μέρα μας.
Δεν περίμενα ότι η συζήτηση θα ήταν εύκολη. Κατηγορούσε πολιτικούς, κυβερνήσεις, ιδεολογίες. Δεν πίστευε σε τίποτα και κανέναν πλέον. Μου είπε για το πώς χαμήλωσε τις προσδοκίες του. «Καμία δουλειά δεν είναι ντροπή», του είπα. Και το πιστεύω.
Η απάντησή του ήταν αφοπλιστική: «Έτρεξα, έψαξα, δεν ξέρεις πόσο προσπάθησα πριν τα παρατήσω. Πήγα κόντρα στην απογοήτευση και το θυμό. Έκανα υπομονή. Συμβιβάστηκα με τα λίγα, δούλεψα περιστασιακά. Αλλά τώρα που δεν έχω ούτε μια κακοπληρωμένη και υποτυπώδη δουλειά, η αδικία αυτή με εξαντλεί καθημερινά. Αυτή είναι η ντροπή. Και μια ντροπή για την οποία δεν ευθύνομαι».
Σκεφτόταν να φύγει, να μεταναστεύσει, όπως χιλιάδες άλλοι. Να διεκδικήσει αυτό που του αξίζει. Τι στο καλό, νέος άνθρωπος με πτυχίο, μεταπτυχιακό, προϋπηρεσία και τόσα προσόντα. Γιατί να υφίσταται τέτοιον εξευτελισμό; Αλλά τον κράτησε το σπίτι και οι άνθρωποί του. Αλλά εδώ που τα λέμε, ποιοι άνθρωποι και ποιο σπίτι.
Αυτό ο κάθε άνεργος το περνά ολομόναχος. Μέσα σε τέσσερις τοίχους που μοιάζουν να μικραίνουν όλο και περισσότερο. Κάτω από ένα ταβάνι που κάθε βράδυ το κοιτά μέχρι να κοιμηθεί και αν μπορούσε να μιλήσει μέχρι κι αυτό ούρλιαζε. Σ’ ένα σπίτι το οποίο το νιώθει πλέον δανεικό, αφού μέσα σ’ αυτό δεν μπορεί να ζήσει πλέον όπως θα ήθελε. Φόροι, λογαριασμοί, έξοδα, έξοδα, ίσα-ίσα να το συντηρεί και να συντηρείται.
Να συντηρείται, να επιβιώνει, αλλά όχι και να ζει. Παράθυρα κλειστά κι αυτός ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι σχεδόν όλη μέρα. Αυτή ήταν η καθημερινότητά του. «Πρωί και βράδυ, Δευτέρα και Σάββατο φαντάζουν ίδια. Ούτε να βγω, ούτε να έρθει κανείς στο σπίτι θέλω. Γιατί δεν είναι ότι ζηλεύω τις ζωές τους ή τις προσωπικές τους επιτυχίες. Αλλά έχω έναν κόμπο στο λαιμό από τη δικιά μου δυστυχία. Και δεν κρύβεται».
Το χειρότερο όμως είναι ότι μαζί με τα επαγγελματικά κατρακυλά και η αυτοπεποίθηση του άνεργου. Άπειρος χρόνος, αλλά καθόλου ενέργεια και όρεξη. «Νιώθω τόσο αποτυχημένος, χωρίς να φταίω, που ούτε τη σχέση μου δεν μπόρεσα να κρατήσω. Και πώς άλλωστε; Πώς αντέχεται ο άλλος να δουλεύει και να έχει ελευθερία κινήσεων και εσύ να είσαι δεμένος πισθάγκωνα;
Με την κοπέλα του συζούσαν δύο χρόνια. Αυτή προσπαθούσε, είχε πίστη και του στάθηκε. Αλλά σύντομα άρχισε εκείνος να αισθάνεται μειονεκτικά που δεν μπορούσε να συνεισφέρει στην κοινή ζωή τους. Εδώ η μαρτυρία του με δίχασε. Όντως, είναι δύσκολο να χαίρεσαι για την πρόοδο και ευτυχία του άλλου, όταν μέσα σου πεθαίνεις που δεν μπορείς να είσαι κι εσύ πλήρης και ισορροπημένος. Γιατί η δουλειά που κάνεις σε καθορίζει. Είναι μέρος του εαυτού σου, που απόμεινε σαν παζλ με ένα χαμένο κομμάτι.
Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα αν ήταν και 20 χρόνια μεγαλύτερος. Θα είχε οικογένεια και το οικονομικό και υπαρξιακό του αδιέξοδο θα ήταν μεγαλύτερο. Άραγε πώς να νιώθουν αυτοί οι πατεράδες και εκείνες οι μανάδες που πρέπει να κοιτάξουν στα μάτια τα παιδιά τους και να τους πουν ότι αδυνατούν να το στείλουν πλέον για Αγγλικά ή στην εκδρομή του σχολείου; Δε θέλω ούτε να σκέφτομαι τι κάνουν, για να τα βγάλουν πέρα βιοποριστικά και ψυχολογικά κάθε μέρα.
«Αυτό που ξέρω είναι ότι εκείνη την κοπέλα ήθελα κι εγώ να την παντρευτώ και να χτίσω τη ζωή μου μαζί της. Αλλά πώς να την κρατάω δέσμια μιας τόσο διαφορετικής ζωής από αυτή που ήθελα να της δώσω; Είναι άσχημο να διαψεύδεις τις ελπίδες του ανθρώπου που αγαπάς. Ακόμα την έχω ανάγκη, αλλά δεν μπορώ να το παραδεχτώ ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό ότι η δική μου ανασφάλεια την άφησε να φύγει».
Και είχε δίκιο. Το μυαλό παίζει παράξενα παιχνίδια. Όσο εκτιμάς τους φίλους, το σύντροφο και τους συγγενείς που θα μείνουν δίπλα σου και θα σου σταθούν στα δύσκολα, άλλο τόσο φοβάσαι ότι σε λυπούνται. Ότι είσαι βάρος. Δε θέλεις τον οίκτο κανενός. Και είναι εκεί κάθε φορά που σε κοιτάζουν. Και πρέπει να απαντήσεις ότι είσαι καλά, ενώ τα σωθικά σου καίνε. Έμεινα να τον κοιτάω χωρίς να ξέρω πλέον τι να του πω. Με τι λογικά επιχειρήματα να παρηγορήσεις έναν άνθρωπο όταν η ίδια η ανεργία είναι ένας παραλογισμός;
Εγώ σε πείσμα των συνθηκών, θαυμάζω ανθρώπους σαν και τον φίλο μου, που κάθε φορά τολμούν και ονειρεύονται από την αρχή. Που ενώ στέκουν σαν δέντρα στο καταχείμωνο, περιμένουν την άνοιξη. Γυμνά, αλλά όρθια. Και αυτό είναι που μετρά.
Επιμέλεια Κειμένου Ελευθερίας Παπαναστασίου: Σοφία Καλπαζίδου