Στον έρωτα γινόμαστε άλλοτε συναισθηματικοί και δοτικοί και άλλοτε εκείνοι που θέλουν να ανταποδίδουν τα ίσα. Όταν το αντικείμενο του πόθου δε δείχνει το ανάλογο ενδιαφέρον, σε έχει σε σειρά αναμονής και δεν ξέρεις τις προθέσεις και τα κίνητρά του, τότε γίνεται πρόκληση και θέλεις οπωσδήποτε να το κάνεις δικό σου. Ξαφνικά όλα τα λαμπάκια του εγκεφάλου σου χτυπάνε στο κόκκινο, οι παλμοί σου ανεβαίνουν όποτε το βλέπεις και προσπαθείς να αποσπάσεις όσες περισσότερες πληροφορίες γίνεται από τον κοινωνικό του περίγυρο. Συνηθίζεις να παρακολουθείς τις κινήσεις του στα social, να ξεψαχνίζεις φωτογραφίες και δημοσιεύσεις, προκειμένου να σκιαγραφήσεις ένα προφίλ, που να αντικατοπτρίζει την εικόνα του. Με λίγα λόγια, κάνεις τα αδύνατα δυνατά για να πέσει το απόρθητο κάστρο και μέσα από τα πεσμένα τείχη να οδηγηθεί κατευθείαν σε εσένα. Θα έλεγε κανείς, εύλογα, ότι όταν ερωτευόμαστε παράφορα διεκδικούμε και περισσότερο, εφόσον όσο πιο πολύ θέλεις κάτι τόσο μεγαλύτερη προσπάθεια θα καταβάλεις να το αποκτήσεις. Παρ’ όλ’ αυτά, σε έναν μεγάλο έρωτα που δηλώνουμε ότι θα κάναμε τα πάντα άνευ όρων, συχνά δειλιάζουμε. Αντιθέτως, συναντάμε ερωτικούς συντρόφους που δε μας γεμίζουν όσο θα θέλαμε, αλλά μοιάζει να τους διεκδικούμε με μεγαλύτερο σθένος. Τι εξήγηση υπάρχει για αυτό;
Όταν αρχίσει να μας αρέσει ένα άτομο, παρατηρούμε τους εαυτούς μας να ζουν σαν σκιά στο παρασκήνιο. Τι εννοούμε; Ότι ναι μεν τους τσεκάρουμε μέσω social και ψάχνουμε πληροφορίες μέσω φίλων και γνωστών (γνωστή και ως μέθοδος FBI, χρόνια τώρα) αλλά από κοντά ένα «καλησπέρα, τι κάνεις» άντε και κανένα αμήχανο χαμόγελο. Μηδέν διεκδίκηση. Σαν πετύχεις, στο μπαρ, στο γυμναστήριο ή και σε κοινές παρέες το άτομο που σε ενδιαφέρει, αντί να ανοίξεις διάλογο ή να κάνεις κάποια κίνηση που να υποδηλώνει όσα νιώθεις, σωπαίνεις. Περνάς από μπροστά και δε ρίχνεις ούτε ένα βλέμμα. Φυσικά, αφού αν αφήσεις τα μάτια να κοιτάξουν στο σωστό σημείο θα καρφωθείς κι εσύ δε θέλεις να μάθει όσα αισθάνεσαι, τα φυλάς σαν μυστικό απ’ το οποίο εξαρτάται η ασφάλειά σου. Διστάζεις να τολμήσεις. Και αν αναρωτιέσαι γιατί συμπεριφέρεσαι με αυτόν τον τρόπο, σου έχω ήδη την απάντηση. Φοβάσαι. Τρέμεις την απόρριψη, γιατί όταν στο είδωλο του ανθρώπου αυτού έχεις πλάσει την ιδανική εικόνα σχέσης, άμα ακούσεις «όχι» θα γκρεμιστούν τα ιδανικά σου λες και τους έριξε κάποιος με βαριοπούλα. Καμιά φορά, προτιμάμε να μη μάθουμε ποτέ αν ο άλλος ενδιαφέρεται, παρά να ρισκάρουμε να μάθει και να μας γειώσει.
Ας έρθουμε τώρα και στην απέναντι όχθη. Όσο ζεις στη σκιά του μεγάλου έρωτα που δεν τόλμησες να διεκδικήσεις, άλλο τόσο ζεις στο προσκήνιο εκείνου του ατόμου που δε σου καίγεται καρφί αν σε θέλει ή όχι. Εκεί δε διστάζεις να στείλεις μήνυμα να πάτε για καφέ, αφού το «όχι» στη χειρότερη να σημαίνει πως θα πιείς καφέ στο σπίτι. Χαιρετάς άφοβα όταν ανταμώνετε, περνάς από μπροστά του χωρίς να κατεβάζεις το βλέμμα και διεκδικείς χωρίς ιδιαίτερη σκέψη μια θέση στη ζωή του, χωρίς καλά-καλά να ξέρεις αν τη θες. Και οι τρίτοι θα σε ρωτήσουν, προφανώς, γιατί διοχετεύεις τόση ενέργεια και πάθος σε μια κατάσταση που αφήνει την ίδια αίσθηση που αφήνει κι ένα μπουκάλι χλιαρό νερό.
Είναι στη φύση μας να νιώθουμε ασφαλείς εκεί που μπορούμε να φύγουμε εύκολα. Όταν διεκδικείς έναν άνθρωπο που δε θέλεις και τόσο πολύ, δε σε ενδιαφέρει το πώς θα εξελιχθεί. Είτε σε ερωτευτεί, είτε σε αγαπήσει, είτε σε απορρίψει, για σένα πάνω κάτω είναι το ίδιο πράγμα. Τα παίζεις όλα για όλα γιατί πραγματικά δε βλέπεις κανένα σενάριο που να θυμίζει ήττα. Ούτε αξιοπρέπεια θα σκεφτείς, ούτε εγωισμό, δεν πληγώνονται αυτά από κάποιον που δεν τους καίει. Τολμάς επειδή ξέρεις ότι και να μην κερδίσεις, οι πόρτες είναι ανοιχτές για τον επόμενο στόχο. Είναι ένα στοίχημα στο οποίο έπαιξες με ενδεχόμενο να βγάλεις πολλά, χωρίς να ποντάρεις τίποτα.
Αλλά η φάση με το άτομο που ερωτεύτηκες δεν πάει ποτέ έτσι. Εκεί μετράς όλες σου τις κουβέντες, την κάθε κίνηση, την κάθε ματιά. Έχεις πάντα έναν άσσο στο μανίκι. Δε θέλεις να το απομυθοποιήσεις. Δε διεκδικείς γιατί τρέμεις στην ιδέα να πέσει από το θρόνο του. Συλλογίζεσαι ότι αν δεν το διεκδικήσεις ποτέ, θα μείνει για πάντα μια φαντασίωση, ένας μικρός προσωπικός σου παράδεισος που -αχ τι κρίμα- δεν κατάφερες ποτέ να ψάξεις τα κλειδιά του. Αφήνεις ένα μυστήριο να πλανάται. Έτσι η ζωή σου γεμίζει περιπέτεια και αδρεναλίνη.
Τελικά, παράξενες οι ανθρώπινες σχέσεις. Ενώ ξέρουμε πού ανήκουμε, παλεύουμε για να κρατήσουμε σταθερά τα θεμέλια του comfort zone μας. Αλλά, γιατί να μη μεταπηδήσουμε, έστω και για λίγο, σε non-zone εδάφη; Τι νόημα έχει η καθημερινότητα αν διεκδικούμε μόνο τα εφικτά; Τόλμησε λίγο και για κάτι ανέφικτο, γιατί έτσι και πραγματοποιηθεί, θα αρχίσεις να πιστεύεις σε θαύματα.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη