Από την παιδική μας ηλικία, αισθανόμαστε διαρκώς την ανάγκη για εξερεύνηση. Ενστικτωδώς έχουμε μια τάση να ζητάμε αυτό που απαγορεύεται, που όπως μας έλεγαν οι γονείς μας «δεν είναι για την ηλικία σου. Πρέπει να προσέχεις». Ειδικά όταν βρισκόμασταν μαζί τους στη θάλασσα, οι κανόνες εντείνονταν. Κρυφή μας επιθυμία ήταν να ανακαλύψουμε τον βυθό της, να κολυμπήσουμε πέρα στα βαθιά, εκεί που ο ορίζοντας χάνεται κι οι γλάροι δε φαίνονται πια.
Μόλις, όμως, παίρναμε την απόφαση να φύγουμε πέρα από τη σημαδούρα, ακουγόταν μια φωνή από τη στεριά που μας καλούσε πίσω. Κάποιος ενήλικας έσπευδε να σταματήσει την επιθυμία μας, από φόβο μήπως μας συμβεί κάτι αμετάκλητο. Κι εμείς δυσανασχετούσαμε, γιατί ο βυθός ήταν πάντα τόσο θελκτικός κι είχε μέσα του μια φαρέτρα με νέες εικόνες, μια ανεξερεύνητη ουτοπία γεμάτη θησαυρούς. Είναι, όμως, ταυτόχρονα και γεμάτος κινδύνους. Τίποτα δεν είναι ελκυστικό αν δεν έχει δύο πόλους. Είναι η χρυσή τομή της φύσης. Η δύναμη της ισορροπίας. Συνειδητοποιώντας ότι αυτή μας η πολυπόθητη εξερεύνηση απαγορεύεται, γυρνούσαμε απογοητευμένοι στη στεριά. Ασφαλείς μεν, αλλά τόσο ρηχοί δε.
Καθώς περνούν τα χρόνια και μεγαλώνουμε, διαπιστώνουμε ότι το μοτίβο της ασφάλειας το κυνηγάμε. Ξανά και ξανά, έτσι όπως μάθαμε. Όταν βρισκόμαστε σε σταθερές καταστάσεις που ενδεχομένως δε μας γεμίζουν, αρνούμαστε να φύγουμε. Κυριαρχεί ο φόβος για το άγνωστο, η αδυναμία μας να υποστηρίξουμε μια αλλαγή. Και πιστεύουμε αρκετά συχνά πως κι η ζωή έτσι είναι. Φλατ, χωρίς διακυμάνσεις, χωρίς ρίσκο, μια επιφάνεια επίπεδη, χωρίς βάθος.
Βυθιζόμαστε σε αδρανείς συμβάσεις, ακολουθούμε τα πρέπει και τη λογική, έχοντας την πεποίθηση ότι τελικά η ζωή κυλάει κάπως έτσι. Γιατί όντες και ούσες σε γυάλινους πύργους όταν ήμασταν παιδιά, κάποιες φορές αμέλησαν να μας προειδοποιήσουν για τους κοραλλιογενείς ύφαλους του βυθού της ζωής. Όσο μέναμε στα ρηχά, δεν ελλόχευε κανένας κίνδυνος, τα επικίνδυνα ψάρια βρίσκονταν σε τεράστια απόσταση κι όλα βρίσκονταν σε απόλυτο έλεγχο.
Η νηνεμία, όμως, δε διαρκεί για πάντα και ο δρόμος της ζωής σου δεν είναι στρωμένος από χρυσές αμμούδες. Στο διάβα της έχει βότσαλα και πέτρες, αχινούς που μπορεί να τρυπήσουν το δέρμα σου και να πονέσεις. Νιώθεις τους κροτάφους σου να πάλλονται όταν πληγώνεσαι και κόκκινοι αστερίες χορεύουν μπροστά στα μάτια σου. Ο υποβρύχιος κόσμος που καλείσαι να αναμετρηθείς μπορεί για αρχή να φαντάζει ήσυχος, όμως από πάνω δεσπόζει η βοή των κυμάτων, τόσο απτόητη, τόσο θορυβώδης.
Μια υποβρύχια κατάδυση μπορεί να μοιάζει με τη βουτιά που κάνεις στα άδυτα της ζωής. Όταν διανύεις σιγά σιγά τα μονοπάτια της, αρνείσαι να αντέξεις τις πρώτες πληγές που θα σου προξενήσει. Από τον παιδικό κόσμο, οδεύεις σε αυτό των ενηλίκων. Κι ο δρόμος είναι μακρύς. Θέλει να σφίγγεις τα δόντια σου και να τροφοδοτείς διαρκώς τη σκέψη σου με θάρρος και ιδέες. Ακόμα κι αν νιώσεις την ανάσα σου βαριά, πρέπει να έχεις πάντα μια φιάλη οξυγόνου δίπλα. Οι φουρτούνες να τρομάζουν στο ανάστημά σου και να ηρεμούν.
Στη ζωή πορευόμαστε στην αρχή δειλά, όπως όταν κολυμπάμε για πρώτη φορά σε μια νέα θάλασσα. Η επιφάνειά της είναι αυτό που φαίνεται και ο βυθός αυτό που καλούμαστε να ανακαλύψουμε. Προχωράμε αργά, φοβόμαστε να βουτήξουμε στα βαθιά, γιατί έχουν κινδυνολογήσει πολλάκις και αυτή η προπαγάνδα έχει μετουσιωθεί σε άρνηση. Ακόμα και να φορέσουμε βατραχοπέδιλα και να εξοπλιστούμε, ποτέ δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα συναντήσουμε. Η απόφαση, όμως, να απομακρυνθείς από τη στεριά, μπορεί να σε οδηγήσει στην ανακάλυψη των δικών σου ωκεανών. Κι ίσως, να κρύβουν μεγαλύτερα μυστικά από τις ρηχές θάλασσες που κολυμπούσες μέχρι και τώρα. Τι θα έλεγες, λοιπόν, για μερικές καταδύσεις;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου