«Σκυλάδικο». Μια έννοια συνυφασμένη με τη λαϊκή μας μουσική, που όμως περιλαμβάνει μια ξεχωριστή κατηγορία των λαϊκών μας ασμάτων. Από τα βαριά καψουροτράγουδα που ο βάρδος ρίχνει το ανάθεμα στην άπονη εκείνη καρδιά που του σμπαράλιασε τα συναισθήματα, μέχρι τα «ώπα, ώπα» της αοιδού που εξυμνεί τη χαρά του έρωτα, το «σκυλάδικο» σαν έννοια αποτελεί ένα διαφορετικό είδος μουσικής. Για την ακρίβεια, μπορούμε να πούμε πως είναι ένας χαρακτηρισμός υποτιμητικός. Στίχοι που επί της ουσίας δεν έχουν κάτι να πούνε, τραγούδια με ημερομηνία λήξης και ένα κοινό χαμηλού συνήθως πνευματικού επιπέδου. Πώς όμως ξεκίνησε η έννοια του «σκυλάδικου» και γιατί έχει αποκτήσει αυτή την παρακμιακή σημασία;
Αν θέλουμε να βρούμε τις ρίζες της, πρέπει να πάμε πολλά χρόνια πίσω και συγκεκριμένα στη δεκαετία του 1930. Τα «σκυλάδικα» (ορολογία από την αργκό της εποχής) ήταν από τα πρώτα κέντρα διασκέδασης ή αλλιώς μπουζουξίδικα. Οι θαμώνες των μαγαζιών αυτών ήταν κυρίως περιθωριακοί τύποι που με σχετικά μικρό αντίτιμο έβρισκαν φτηνό αλκοόλ και φαγητό, συνοδεία μουσικής από λαϊκές ορχήστρες που αναζητούσαν ένα μεροκάματο. Ενίοτε, και αν σήκωνε το πορτοφόλι, ο θαμώνας μπορούσε να απολαύσει την παρέα μιας κοπέλας που πουλούσε τη συντροφιά της ή ήταν διαθέσιμη ακόμα και για ερωτική συνεύρεση, αν ο θαμώνας έδινε κάτι παραπάνω.
Οι φασαρίες και οι καβγάδες ανάμεσα στους θαμώνες ήταν σύνηθες φαινόμενο. Είτε για μια παραγγελιά, είτε για τα μάτια μιας κοπέλας, πολλές φορές οι πελάτες των μαγαζιών αυτών μάλωναν μεταξύ τους θρηνώντας μέχρι και θύματα, μιας και υπό την επήρεια του αλκοόλ ή και του χόρτoυ, τον τελευταίο λόγο είχαν οι σουγιάδες.
Τα κτίρια που στέγαζαν τα μαγαζιά αυτά συνήθως ήταν χτισμένα σε μη κατοικημένες περιοχές, όπου μαζεύονταν αγέλες από αδέσποτα σκυλιά. Τα σκυλιά εκεί έβρισκαν τροφή από ό,τι περίσσευε από την κουζίνα των μαγαζιών, ενώ από άποψη ποιότητας το φαγητό που σέρβιραν στους θαμώνες δεν ήταν κι ό,τι καλύτερο. Αυτό φυσικά λίγο τους απασχολούσε, για να μην πούμε πως ήταν το τελευταίο πράγμα που τους ενδιέφερε. Αυτό που έψαχναν κυρίως οι θαμώνες ήταν το αλκοόλ. Μια συντροφιά, έστω και επί πληρωμή, και ίσως και μια απόδραση από τα προβλήματα της καθημερινότητας και της ίδιας της ζωής. Μοναχικοί τύποι οι περισσότεροι, αναζητούσαν μια διέξοδο -έστω και ολιγόωρη- από τη σκληρή βιοπάλη. Ωστόσο, τα σκυλιά των περιοχών πέριξ των μαγαζιών δεν έμεναν νηστικά. Και κάπως έτσι οι θαμώνες χαρακτηρίστηκαν «σκυλάδες» και τα μαγαζιά «σκυλάδικα».
Με το πέρασμα των χρόνων τα μαγαζιά αυτά εξευμενίστηκαν. Από «σκυλάδικα» έγιναν μπουζουξίδικα και στη συνέχεια νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, μέχρι και τη δεκαετία του 1980 που έγιναν must στον τρόπο ζωής του Νεοέλληνα. Σπασίματα πιάτων, σαμπάνιες, λουλουδοπόλεμος και τα πεντοχίλιαρα να σκορπίζονται σαν κομφετί στον αέρα. Από σκυλάδικα και στέκια περιθωριακών τύπων, τα μαγαζιά αυτά έγιναν μουσικές σκηνές όπου διασκέδαζε η high society των αστικών κέντρων.
Ο όρος «σκυλάδικο» όμως εξακολουθεί να υπάρχει. Να χαρακτηρίζει τη λαϊκή μουσική και αυτούς που την ακούν. Και πάντα υποτιμητικά. Οκ, παιδιά. Ας μην είμαστε άδικοι απέναντι στο «σκυλάδικο». Είναι κι αυτό ένας τρόπος διασκέδασης. Ένα κομμάτι της κουλτούρας μας. Ένα κεφάλαιο της ελληνικής μουσικής. Και εκείνοι οι πρώτοι «σκυλάδες», αυτό μας το δίδαξαν καλά.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.