«Ας ερχόσουν για λίγο μοναχά για ένα βράδυ, να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκοτάδι. Και στα δυο σου τα χέρια να με σφίξεις ζεστά, ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά…»
Τα παραπάνω λόγια είχε γράψει το 1948 ο μεγάλος μας στιχουργός Μίμης Τραϊφόρος. Ένα τετράστιχο ρεφρέν που φανερώνει αγάπη· τόση πολλή αγάπη. Εκείνη την αγνή, την ανιδιοτελή αγάπη που νιώθει ο ερωτευμένος, εκείνος που δε βρίσκει ανταπόκριση στα αισθήματά του. Ωστόσο, κατορθώνει και μετατρέπει τον πόνο σ’ ένα όνειρο, έστω κι ουτοπικό, που όμως μπορεί κι απαλύνει τον πόνο αυτό. Πώς όμως και ποια ήταν η μούσα του Τραϊφόρου, ώστε να εμπνευστεί αυτό το τόσο τρυφερό τραγούδι;
Ήταν περίπου οχτώ χρόνια πριν τη δημιουργία του τραγουδιού και κάπου στα μέσα του 1940, όταν η Ελλάδα εμπλέκονταν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι αυτή στη ζωή του Μίμη. Επρόκειτο για τη Σοφία Βέμπο. Κι οι δυο τους ήταν ήδη γνωστοί κι αγαπητοί στο μουσικόφιλο κοινό. Η σχέση τους, όπως συνηθίζεται στους μεγάλους έρωτες, ξεκίνησε μάλλον επεισοδιακά. Ο Τραϊφόρος εκείνη την εποχή ανέβαζε μαζί με τον Αλέκο Σακελλάριο το βαριετέ «Όασις» στο Ζάππειο. Ένα βράδυ παρακολούθησε την παράσταση κι η Βέμπο. Ο Τραϊφόρος έκανε ένα περιπαικτικό σχόλιο για τη Βέμπο, το οποίο την ενόχλησε μέχρι που δήλωσε πως «δε θέλω να τον συναντήσω ποτέ. Ούτε καλλιτεχνικά, ούτε και στη ζωή μου.» Τίποτα δεν προμήνυε όσα θ’ ακολουθούσαν.
Καθώς ξεκινάει ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και το πατριωτικό συναίσθημα ξεχυλίζει, όλα τα θέατρα ανεβάζουν αντίστοιχα έργα. Και τότε η Βέμπο, αναθεωρώντας τη δήλωση που είχε κάνει μόλις πριν από λίγο καιρό, προσεγγίζει τον Τραϊφόρο ζητώντας του να της γράψει ένα πολεμικό τραγούδι. Κεραυνοβόλα γοητευμένος από τη Σοφία, ο Μίμης δηλώνει «Από πότε οι θεοί ζητάνε χάρες από τους ανθρώπους;» Και κάπως έτσι, γεννήθηκε το εθνικό μας άσμα «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά», αλλά κι ένας έρωτας μεταξύ των δύο αυτών μεγάλων προσωπικοτήτων.
Ήταν ένας έρωτας εγκεφαλικός, μιας και πήγαζε από τον αμοιβαίο θαυμασμό του ενός για τον άλλο. Στην αρχή ήταν κρυφός, μιας κι η Σοφία προερχόταν από μια αυστηρών αρχών οικογένεια. Ώσπου το 1942 αποφασίζουν από κοινού και λόγω του πολέμου αλλά κι εξαιτίας των πιέσεων που δεχόταν ο δεσμός τους, να εγκατασταθούν στην Αίγυπτο, όπου και συνεχίζουν τη συνεργασία τους αλλά κι αρραβωνιάζονται, επισημοποιώντας πλέον τη σχέση τους, κόντρα στις αντιρρήσεις της οικογένειας της Σοφίας. Το 1946 επιστρέφουν στην Ελλάδα. Συνεχίζουν τις επιτυχίες τους στο θέατρο, αλλά έχουν αρχίσει τα προβλήματα στη σχέση τους. Λίγο η ζήλια που ένιωθε η Σοφία ως προς το Μίμη, λίγο το ότι η οικογένεια εξακολουθούσε να είναι αντίθετη ως προς τη σχέση τους, έφεραν τελικά τη ρήξη.
Ήταν τότε που ο αδερφός της Σοφίας, άρπαξε την ευκαιρία των συγκυριών κι ανακοίνωσε το καλλιτεχνικό του σχέδιο για την αδερφή του. Ένα σχέδιο που θα απογείωνε την καριέρα της Σοφίας, όμως δεν περιελάμβανε το Μίμη. Μια περιοδεία στην Αμερική. Χωρίς τον Μίμη. Παράλληλα κυκλοφορούσαν κι οι φήμες για έναν πλούσιο υποψήφιο σύζυγο που της είχε βρει η οικογένειά της. Παρά της προσπάθειες του Μίμη να την αποτρέψει, αυτή αποφασίζει να κάνει το ταξίδι και να τον εγκαταλείψει. Έτσι, το 1947 φεύγει για την Αμερική.
Ο Μίμης κυριολεκτικά καταρρέει. Δεν μπορεί να ξεπεράσει τον χωρισμό τους. Όσο η Σοφία λείπει στην Αμερική, τα μόνα νέα που μαθαίνει είναι από τις εφημερίδες που μιλούσαν για μια τεράστια επιτυχία. Κάποτε έλαβε κι ένα γράμμα από την ίδια, που όμως ήταν τυπικό, σχεδόν παγερό. Του έγραφε για την τόσο επιτυχημένη περιοδεία της. Η απογοήτευση του Μίμη ήταν επίσης τεράστια. Ίσως περισσότερο τεράστια από την επιτυχία της Σοφίας. Ένα ερώτημα μόνο τον βασανίζει: «Πού να ‘σαι αλήθεια, το βράδυ αυτό;» Και της το στέλνει σαν απάντηση στο ψυχρό γράμμα που έλαβε.
Κρατώντας αυτό το ερώτημα, ο Μίμης εμπνέεται τους στίχους και γράφει το «Ας ερχόσουν για λίγο». Ένα έργο γεμάτο από τα συναισθήματα που ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Τον πόνο εκείνο που του έδωσε η μεγάλη του αγάπη, που όμως δε μετατράπηκε σε οργή. Έγινε νοσταλγία. Έγινε ένα όνειρο κι ίσως και μια μικρή ελπίδα πως κάποτε μπορεί να επιστρέψει η μεγάλη εκείνη αγάπη. Έστω και για λίγο. Μοναχά για ένα βράδυ. Κι ας χαθεί μετά. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1948, σε μουσική του Μιχάλη Σιουγιούλ κι ερμηνεία της Δανάης Στρατηγοπούλου.
Για το τέλος της ιστορίας μας, να πούμε πως εδώ ο έρωτας νίκησε. Οι στίχοι του Μίμη άγγιξαν τη Σοφία, όπου γύρισε και ξαναέσμιξαν. Παντρεύτηκαν το 1957, παρά τα εμπόδια που έπρεπε να περάσουν κι έζησαν μαζί μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος στις 11 Μαρτίου 1978, όταν πρώτη η Σοφία έφυγε για το μεγάλο ταξίδι. 20 χρόνια μετά κι αφού αφιερώθηκε στη συνέχιση του έργου τους, πήγε και ο Μίμης να τη βρει. Κι ας μην επέτρεψε ούτε και τότε η οικογένεια της Σοφίας να ενταφιαστούν μαζί. Ο Μίμης κι η Σοφία, η Σοφία και ο Μίμης έσμιξαν στην αιωνιότητα.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου