«Το ’76 λίγο πριν να φέξει, πήρα ένα πλοίο άσπρο σαν ψυγείο, σαν νοσοκομείο…».
Ήταν το 1991, όταν με αυτούς τους στίχους ο αξέχαστος Λαυρέντης Μαχαιρίτσας άνοιξε το τραγούδι «Διδυμότειχο Blues». Ένα βιογραφικό κομμάτι, στο οποίο ο Λαυρέντης διηγείται την προσωπική του εμπειρία, τότε που εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του στη μαμά πατρίδα. Το τραγούδι προέκυψε εντελώς απρόσμενα, όταν μια μέρα ο Λαυρέντης και ο καλός του φίλος και στιχουργός, Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος, σε μια φιλική κουβέντα αντάλλασσαν εμπειρίες από τη στρατιωτική τους θητεία. Καθώς ο Λαυρέντης αφηγούταν τις δικές του ιστορίες, ο Μπαχ είχε ήδη αρχίσει να εμπνέεται. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, οι στίχοι είχαν ήδη γραφτεί.
Κι αν κάνει εντύπωση το πόσο γρήγορα γράφτηκε το τραγούδι, αυτό που είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι η εποχή που γράφτηκε και πόσο επηρέασε τη μουσική πορεία του Λαυρέντη. Όταν τη δεκαετία του ’80 δημιουργήθηκαν οι Τερμίτες, μια από τις πρώτες ελληνικές ροκ μπάντες, ο Λαυρέντης συστήθηκε στο μουσικό κοινό. Η μπάντα πάρα τις προσπάθειές της να καθιερωθεί στο μουσικό στερέωμα και πάρα τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε με τη γνωστή και αγαπημένη μπαλάντα «Πόσο σε θέλω» διαλύθηκε το 1988, κυρίως λόγω οικονομικών θεμάτων. Τα μέλη της μπάντας έπρεπε να ακολουθήσουν καθένας τον δικό του δρόμο.
Ο Λαυρέντης μετά τους Τερμίτες και για τον βιοπορισμό του, εργαζόταν ως διανομέας πωλήσεων στη δισκογραφική εταιρεία της Minos. Παράλληλα, συνέχιζε να ασχολείται με τη μουσική που τόσο πολύ αγαπούσε. Το 1989 κυκλοφορεί τον πρώτο του προσωπικό δίσκο, «Ο Μαγαπάς και η Σαγαπώ». Μια συμπαθητική δουλειά, που όμως δεν είχε την προσδοκώμενη ή έστω την αναμενόμενη αποδοχή. Ο Λαυρέντης είχε αρχίσει να απογοητεύεται. Το ενδεχόμενο να παρατήσει τη μουσική και να επιστρέψει στη γενέτειρά του, τον Βόλο, ήταν πλέον πολύ πιθανό. Μέχρι που ήρθε το 1991, η φιλική εκείνη κουβέντα για τον στρατό με τον Μπαχ και η δημιουργία του «Διδυμότειχο Blues», με την οποία και όλα έμελλε να ανατραπούν.
Ο Μπαχ όταν έγραψε τους στίχους, τους έδωσε στον Λαυρέντη να γράψει τη μουσική. Αυτός σκέφτηκε να πει το κομμάτι ντουέτο με έναν ήδη φτασμένο τραγουδιστή για να έχει μεγαλύτερη επιτυχία. Το πρώτο όνομα που σκέφτηκε ήταν του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ο Μάτσας, όμως, μουσικός παραγωγός της εταιρείας, επέμενε ο Λαυρέντης να πει το τραγούδι με τον Γιώργο Νταλάρα. Ήταν σίγουρος πως με τον Νταλάρα θα γινόταν μεγάλη επιτυχία. Άλλωστε, είχε ήδη προηγηθεί μια επιτυχημένη συνεργασία μεταξύ των δύο, από την εποχή των Τερμιτών, με τη «Σκόνη». Το κομμάτι κυκλοφορεί στον ομώνυμο δίσκο και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Έμεινε στο νούμερο 1 των ελληνικών charts για περίπου έξι μήνες και ο Λαυρέντης άρχισε να καθιερώνεται στην ελληνική ροκ μουσική σκηνή.
Εκτός από το κομμάτι, στην ιστορία έμεινε και η αντίδραση του τότε Δήμαρχου της πόλης του Διδυμότειχου, Ευάγγελου Παπατσαρούχα. Θεώρησε πως οι στίχοι του τραγουδιού δυσφημούσαν και προσέβαλαν την ακριτική αυτή πόλη του Έβρου. Προκειμένου να εκφράσει την οργή του για τη δυσφήμιση, κήρυξε τον Λαυρέντη αλλά και τον Νταλάρα με τον Μπαχ, ανεπιθύμητα στο Διδυμότειχο πρόσωπα. Μάλιστα, την ίδια χρονιά στο Φεστιβάλ Νέων του Άρδα που διεξαγόταν στις Καστανιές, κάτοικοι του Διδυμότειχου πήγαν και αποδοκίμασαν τον Λαυρέντη, που συμμετείχε στο φεστιβάλ. Ωστόσο, το 1992 όταν και ήταν προσκεκλημένοι σε γνωστή τηλεοπτική εκπομπή της εποχής, οι δύο άνδρες έλυσαν την παρεξήγηση από τα παρασκήνια ακόμα και αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια αμοιβαία εκτίμηση και φιλία, που κράτησε μέχρι το φευγιό του Λαυρέντη από τη ζωή.
Θυμάμαι το 1991, όταν άκουσα κι εγώ για πρώτη φορά το «Διδυμότειχο Blues». Ήταν η χρονιά εκείνη που ερχόταν στον κόσμο η πρώτη μου ανιψιά. Ο πατέρας της και αδερφός μου, την ίδια χρονιά κλήθηκε να υπηρετήσει τη μαμά πατρίδα. Στο άκουσμα του κομματιού και στην ανάγνωση των στίχων, ένιωσα για πρώτη φορά την έννοια της στρατιωτικής θητείας. Και μετά από χρόνια, ήρθε και η δική μου σειρά. Και το συναίσθημα, το ίδιο. Κλείνεις τα μάτια, καπνίζεις μια γόπα και σβήνεσαι απ’ τον χάρτη. Κόλαση του Δάντη.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.