Ian Curtis. Ο ηγέτης και η φωνή της θρυλικής μπάντας των Joy Division. Η φωνή που εξευμένισε τη μελαγχολία, τη θλίψη και τη μοναχικότητα. Η φωνή που μάγεψε το dark wave και όλους τους ακόλουθους του από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 έως και σήμερα. Ο τελευταίος καταραμένος ποιητής. Ένας αυτόχειρας που διέφερε απ’ τους άλλους.
Ο Ian Curtis γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου του 1956 στο Όλντ Τράφορντ του Μάντσεστερ. Η πόλη του Μάντσεστερ παραδοσιακά έβγαζε μεγάλες μπάντες που όλες άφησαν το στίγμα τους στη βρετανική μουσική σκηνή. Ενδεικτικά αναφέρω τους Buzzcocks, ένα από τα μεγαλύτερα punk συγκροτήματα όλων των εποχών, συναυλίες των οποίων άνοιγαν οι Joy Division το 1979, αργότερα οι Smiths, οι Stoneroses, οι Happy Mondays και οι πλέον δημοφιλείς Oasis. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε με την οικογένειά του στη γραφική κωμόπολη του Μάκλεσφιλντ όπου η τοπική ποδοσφαιρική ομάδα έγινε και η αγαπημένη του ομάδα. Ως έφηβος, παρά τις υψηλές του επιδόσεις, θεωρούνταν αλλόκοτος από τους συμμαθητές του, εξαιτίας του μελαγχολικού και μοναχικού του χαρακτήρα του. Μαθητής ακόμα γνώρισε την Deborah Woodruff, την οποία και παντρεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα και μόλις στα 19 του και αποκτήσαν μια κόρη τη Natalie. Οικονομικά τα έβγαζαν δύσκολα πέρα. Ο Ian κέρδιζε τα προς το ζειν ως υπάλληλος σε ένα μαγαζί που πουλούσε δίσκους, αλλά και για ένα μικρό χρονικό διάστημα ως δημόσιος υπάλληλος στο τοπικό γραφείο εύρεσης εργασίας.
Ωστόσο η αγάπη του για τη μουσική παρέμενε ζωντανή. Πάντα έγραφε στίχους τους οποίους κρατούσε καλά κρυμμένους στο υπνοδωμάτιό του. Τον Ιούλιο του 1976 παρακολούθησε μια συναυλία των -ανερχόμενων τότε- Sex Pistols. Στη συναυλία εκείνη συμπτωματικά είχαν βρεθεί και δυο άλλοι μουσικοί. Ο κιθαρίστας Bernard Summer και ο μπασίστας Peter Hook, οι οποίοι προσανατολίζονταν στη δημιουργία μιας δικής τους μπάντας. Τους έλειπε ένας τραγουδιστής. Μετά από μια ολιγόλεπτη συνομιλία με τον Ian, κατάλαβαν πως αυτός ο αλλόκοτος, λιγομίλητος και ψηλόλιγνος νεαρός με το μελαγχολικό βλέμμα ήταν ακριβώς αυτό που έψαχναν. Με την προσθήκη και του ντράμερ Stephen Morris η μπάντα με το όνομα “Warsaw” ήταν γεγονός. Στην πορεία, όμως αναγκάστηκαν να αλλάξουν το όνομα της μπάντας μιας και το όνομα αυτό είχε ήδη κατοχυρωθεί από κάποιο άλλο συγκρότημα κι έτσι μετονομάστηκε σε “Joy Division”.
Η επιτυχία όμως -αν και δύσκολη- δεν άργησε να έρθει για τους Joy Division. Καθώς προσέγγισαν με κάποιον σχετικά ανορθόδοξο τρόπο τον ιδρυτή της νεοσύστατης τότε δισκογραφικής εταιρίας Factory Records, Tony Wilson, υπέγραψαν το πρώτο τους επαγγελματικό συμβόλαιο, όπου ο θρύλος θέλει ο Tony να υπέγραψε με το αίμα του. Οι πρώτες μεγάλες συναυλίες του συγκροτήματος σε μέρη εκτός από μικρά κλαμπάκια του Μάντσεστερ, ήταν γεγονός. Μετά από μια συναυλία στο Λονδίνο, ο Ian και τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας έδωσαν συνέντευξη σε μια Βελγίδα δημοσιογράφο που παράλληλα εργαζόταν και στη Βελγική πρεσβεία στην Αγγλία, την Honnore Annik. Ο έρωτας τους ήταν κεραυνοβόλος. Στην ερώτησή της γιατί τα τραγούδια των Joy Division είναι τόσο μελαγχολικά ο Ian απάντησε πως κάποιες μουσικές δε γράφτηκαν για να είναι όμορφες. Αυτή η απάντηση έκρυβε μέσα της όλη τη φιλοσοφία του Ian, αλλά και την ψυχική του κατάσταση. Δεν μπορούσε να διαχειριστεί την επιτυχία και τη διασημότητα τόσο της μπάντας όσο και του ιδίου. Ο γάμος του -που θεωρούσε ένα λάθος την νιότης του- τον έπνιγε. Κατηγορούσε τον εαυτό του πως δεν ήταν καλός πατέρας. Ήταν καταθλιπτικός. Η επιληψία, μια πάθηση που δεν ήταν ακόμα απόλυτα γνωστή την εποχή εκείνη, τον ανάγκασε να λαμβάνει τα κοκτέιλ φαρμάκων που πειραματικά του έδιναν οι γιατροί κι αυτό επιβάρυνε ακόμα περισσότερο την ψυχική του υγεία. Όσο κι αν προσπαθούσε να βρει τον χαμένο του εαυτό δεν τα κατάφερνε. Ακόμη και απ’ την Annik, όσο κι αν προσπαθούσε να απομακρυνθεί, δεν τα κατάφερνε. H Deborah μην αντέχοντας να τον μοιράζεται, καθώς ήξερε για τον παράνομο έρωτα του, του ζήτησε να χωρίσουν -κάτι που ο Ian δεν ήθελε να συμβεί.
Παρ’ όλα όμως τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Ian, η επιτυχία της μπάντας δε σταμάτησε εκεί. Το επιστέγασμα της ήρθε όταν ο Tony Wilson, ο μοναδικός φίλος του Ian, ανακοίνωσε στα μέλη του συγκροτήματος πως η πρώτη περιοδεία των Joy Division στην Αμερική ήταν γεγονός. Ο ενθουσιασμός ήταν διάχυτος. Η μπάντα θα αναχωρούσε στις 18 του Μάη του 1980 για τις ΗΠΑ. Ωστόσο ο Ian δεν ήθελε να κάνει το ταξίδι αυτό, αφήνοντας πίσω του εκκρεμότητες με τη γυναίκα του. Την παραμονή του ταξιδιού, ζήτησε και είχε μια συνάντηση με τη Deborah, προκειμένου να την πείσει να ξανασμίξουν. Μια τελευταία συνάντηση. Που όμως εξελίχθηκε σε τραγωδία. Μετά από έναν μεγάλο καυγά, η Deborah πήρε τη μικρή Natalie και έφυγαν από το σπίτι. Ο Ian ήταν σε άθλια ψυχολογική κατάσταση. Μεθυσμένος και μετά από μια ακόμα επιληπτική κρίση, αφού είδε την αγαπημένη του ταινία στην τηλεόραση, έδωσε τέλος στη ζωή του. Απαγχονισμός μέσα στο σπίτι, ξηρώματα της 18ης του Μάη, της μέρας που το όνειρο της κατάκτησης της Αμερικής θα γινόταν πραγματικότητα. Στο πικ απ έπαιζε ο αγαπημένος του δίσκος ”The Idiot” του Iggy Pop. Τον βρήκε η Deborah κρεμασμένο, όταν γύρισε στο σπίτι το πρωί. ‘Επρεπε τότε να φορέσει το ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι, όπως έχει γράψει και Κώστας Καρυωτάκης.
Κάπως έτσι ο Ian Curtis έγραψε με ολόλαμπρα γράμματα το όνομά του στο πάνθεον των μουσικών της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Ένας μεγάλος μουσικός που μας έμαθε πρώτος από όλους πως η μελαγχολία είναι κι αυτή ένα συναίσθημα. Πως κάποιοι άνθρωποι γεννήθηκαν για να είναι μελαγχολικοί. Για να μπορεί να παίρνει ίσως αξία η ευτυχία των χαρούμενων ανθρώπων. Ian Curtis. Ένας μεγάλος καλλιτέχνης. Ήταν μόλις 23 χρονών.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.