Ήταν 13 Απριλίου του 2010. Μόλις είχα γυρίσει από τη δουλειά μου και όπως πάντα το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να ανοίξω το ραδιόφωνο. Και τότε ήταν που άκουσα τη θλιβερή είδηση. Ο Μάνος Ξυδούς έφυγε από τη ζωή, μετά από ανακοπή καρδιάς. Πάγωσα.
Ο Μάνος Ξυδούς γεννήθηκε στους Αγίους Αναργύρους, μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας στις 15 Μαΐου του 1953. Από μαθητής ακόμη, αγαπούσε τη μουσική και παράλληλα με το σχολείο απασχολούνταν στη δισκογραφική εταιρία Columbia ως κλητήρας. Ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη του για τη μουσική που ακόμα και η παρουσία του σ’ έναν χώρο που αντικείμενό της ήταν η μουσική, τον γέμιζε. Δεν παράτησε όμως το σχολείο του. Αντιθέτως, το τελείωσε κι αφού έδωσε εισαγωγικές εξετάσεις, πέρασε στην ΑΣΟΕ. Μετά το πέρας των σπουδών του κατόρθωσε να πάρει ακόμα ένα πτυχίο, στον τομέα του Marketing.
Μετά τις σπουδές του ο Μάνος ξεκίνησε να δουλεύει για τη ΜΙΝΟΣ ΕΜΙ, στη θέση του πωλητή. Η εταιρεία τον είχε στείλει στην Κρήτη, όπου παρέμεινε για τρία χρόνια. Η ενασχόλησή του με τις πωλήσεις δίσκων, εκτός από επαγγελματική εμπειρία του έδωσε και τη δυνατότητα να νιώσει τι ζητούσε ο κόσμος, αλλά και να ξεχωρίζει αυτό που λέμε ποιοτική μουσική. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα αναβαθμίστηκε σε διευθυντής πωλήσεων, ενώ ανέλαβε και την παραγωγή δίσκων. Από το πόστο αυτό προώθησε πολλούς νέους τότε και μετέπειτα μεγάλους μουσικούς. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν αυτή των αδελφών Κατσιμίχα, των οποίων προώθησε την πρώτη δισκογραφική δουλειά με τίτλο “Ζεστά Ποτά” το 1985.
Η ενασχόληση του Μάνου όμως με τη μουσική δεν περιοριζόταν μόνο στο εμπορικό κομμάτι. Όντας κι ο ίδιος μουσικός, στις αρχές του 1980 μαζί με το Νίκο Πιπινέλη κι άλλους μουσικούς, δημιούργησαν τη μπάντα Dreamer and the Full moon. Χαρακτηριστικό τους, πέρα του αγγλόφωνου στίχου τους, ήταν κι οι κουκούλες που φορούσαν κρύβοντας τα πρόσωπα και την ταυτότητά τους. Κι αυτό το μυστηριώδες ήταν που τους έκανε δημοφιλείς στο μουσικό κοινό της εποχής. Το 1984 ήρθε και η μεγάλη επιτυχία της μπάντας, η ροκ μπαλάντα “Sandrina” που ανέβηκε στην πρώτη θέση πολλών ευρωπαϊκών charts και πούλησε περί τα 49000 αντίτυπα.
Το όνομα του Μάνου όμως, συνδέθηκε με τους Πυξ Λαξ. Το 1989 οι νεαροί τότε Φίλιππος Πλιάτσικας και Μπάμπης Στόκας, πέρασαν το κατώφλι της ΜΙΝΟΣ, ψάχνοντας τη δισκογραφική τους στέγη. Παρέδωσαν ένα demo στον Μάνο και μια νέα συνεργασία μόλις ξεκινούσε. Η μουσική τους άρεσε στον Μάνο. Αλλά του άρεσαν κι αυτοί οι δύο νεαροί. Υπήρξε χημεία μεταξύ τους και σύντομα αναπτύχθηκε μια μεγάλη φιλία ανάμεσά τους. Στην πορεία έγινε και μέλος των Πυξ Λαξ, που όμως μέχρι τότε ήταν άγνωστοι. Ώσπου το 1993, ο Μάνος έκανε την κίνηση ματ. Έγραψε τους στίχους και τη μουσική για το τραγούδι «Ας τη να λέει». Η ιδέα του ήταν οι Πυξ Λαξ να ερμηνεύσουν το κομμάτι μαζί με κάποιον ήδη φτασμένο τραγουδιστή. Κι επέλεξε να προτείνει συνεργασία στον Βασίλη Καρρά. Αυτός δέχτηκε, το τραγούδι έγινε επιτυχία και σχεδόν αμέσως οι Πυξ Λαξ πασίγνωστοι.
Σε όλη την πορεία της μπάντας ο Μάνος ήταν η ψυχή του συγκροτήματος. Έγραφε στίχους, μουσική, αλλά ερμήνευε κι ο ίδιος πολλά τραγούδια των Πυξ Λαξ. Η φωνή του και η σκηνική του παρουσία τον έκαναν να μαγνητίζει και να εξιτάρει το κοινό. Ακόμα και μετά τη διάλυση της μπάντας, είτε σε προσωπικές δουλειές είτε σε συνεργασίες με άλλους τραγουδοποιούς, εξακολουθούσε να αγγίζει με τους στίχους του και να είναι αγαπητός, τόσο στους συνεργάτες του, όσο και στο κοινό.
Στις 13 Απριλίου του 2010 και κατά τη διάρκεια της μαγνητοσκόπησης ενός live για μια μουσική εκπομπή αφιερωμένη στον ίδιο, ο Πρίγκηπας της Δυτικής Όχθης έφυγε από τη ζωή. Τον είχε προδώσει η καρδιά του. Μια καρδιά τόσο μεγάλη και τόσο γεμάτη από αγάπη. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου σε μια συνέντευξή του είχε πει για το Μάνο: «Ο Μάνος είχε την πιο σφιχτή και την πιο ζέστη χειραψία». Θυμήθηκα τότε μια χειραψία που είχα την τύχη ν’ ανταλλάξω με το Μάνο σε μια συναυλία. Πόσο δίκιο είχε! 13 Απριλίου 2010. Η μέρα που ο Πρίγκηπας της Δυτικής Όχθης πέρασε στην αιωνιότητα. Ήταν Τρίτη και 13.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου