Η ρεμπέτικη μουσική ξεκίνησε ν’ αναπτύσσεται στα τέλη του 19ου αιώνα και μητέρα έχει τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, στα λαϊκά κέντρα της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και του Πειραιά. Είναι μουσική του λιμανιού. Στα πρώτα χρόνια της άνθισής του, αυτό το είδος μουσικής απευθυνόταν στην εργατική τάξη, ενώ οι ρεμπέτες της εποχής εκείνης σκορπούσαν τους ήχους σε συνοικιακά καφενεία -τους λεγόμενους τεκέδες- με τη συνοδεία του μπουζουκιού, του μπαγλαμά, της κιθάρας και του ακορντεόν.
Η πρώτη επίσημη ρεμπέτικη κομπανία είχε το όνομα «Η τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» και συστάθηκε το καλοκαίρι του 1934. Το σχήμα αποτελούνταν από τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά. Λίγα χρόνια αργότερα, η ρεμπέτικη μουσική εξαπλώθηκε στις μεγάλες αστικές περιοχές της Ελλάδας κι έγινε δημοφιλής σ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις με τους ρεμπέτες να δίνουν ζωή με τη μουσική τους, σε απλούς και κατανοητούς στίχους προς το ευρύ κοινό, που περιέγραφαν την κοινωνική κατάσταση της εποχής εκείνης. Στους στίχους των κομματιών της ρεμπέτικης μουσικής, αναφέρονται θέματα όπως η αγάπη, η φτώχεια και η κοινωνική αδικία. Οι στίχοι αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα των ανθρώπων που ζούσαν στις φτωχές και περιθωριακές περιοχές των μεγάλων αστικών κέντρων της Ελλάδας, ήταν προφορικοί, σε αργκό συνήθως και φυσικά φοβερά πιασάρικοι. Μια άλλη ιδιαιτερότητα της ρεμπέτικης μουσικής είναι η χρήση του μπουζουκιού ως κύριου μουσικού οργάνου καμιά φορά και μοναδικού, που δημιουργεί έναν μοναδικό κι αναγνωρίσιμο ήχο και κάνει αυτό το είδος μουσικής να ξεχωρίζει από άλλα.
Στη δεκαετία του 1940, η ρεμπέτικη μουσική αντιμετωπίστηκε με καχυποψία κι απαξίωση. Συνδέθηκε με την περιθωριοποίηση και την εγκληματικότητα κι ως εκ τούτου, θεωρούνταν αναξιόπιστη κι επικίνδυνη. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, οι αρχές της χώρας απαγόρευσαν τη ραδιοφωνική μετάδοση της ρεμπέτικης μουσικής, καθώς θεωρούνταν ότι προωθούσε αναρχική συμπεριφορά έναντι στις ηθικές αξίες. Ωστόσο, η ρεμπέτικη μουσική επέζησε κι επανήλθε στον θρόνο της, χάρη στους νέους καλλιτέχνες και στην αναγνώριση της αξίας της από την ελληνική κοινωνία.
Η ρεμπέτικη μουσική έχει γίνει αναγνωρίσιμο και δημοφιλές είδος παγκοσμίως, χάρη στους μουσικούς της εκπροσώπους όπως οι: Αντώνης Νταλγκάς, Μάρκος Βαμβακάρης, Βασίλης Τσιτσάνης, Μανώλης Χιώτης Ρόζα Εσκενάζυ, Μαρίκα Νίνου, Σωτηρία Μπέλου, Γιώργος Ζαμπέτας, Στέλιος Καζαντζίδης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης (μάλιστα οι τρεις τελευταίοι κατάφεραν να το φέρουν και σε μια πιο ποπ για τα δεδομένα εκδοχή του, με την έννοια της απήχησης), που αποτελούν το μεγαλύτερο κεφάλαιο της ρεμπέτικης μουσικής και κουλτούρας, ενώ κομβικό ρόλο έχει παίξει η φιγούρα της στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, που έχει γράψει τους περισσότερους στίχους ρεμπέτικων τραγουδιών.
Το ρεμπέτικο τραγούδι αποτελεί μια πολύτιμη πηγή πληροφόρησης και κουλτούρας για τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την ιστορία της Ελλάδας και τη μουσική της. Μέσα απ’ τα ακούσματα της ρεμπέτικης μουσικής έχουμε την ευκαιρία να κατανοήσουμε την κοινωνία και τις αξίες της εποχής στην οποία δημιουργήθηκε. Αυτό το είδος μουσικής αποτελεί επίσης μια αντανάκλαση της πολιτιστικής διαφοροποίησης και της ποικιλομορφίας όλων των ειδών μουσικής, που έχουν αναπτυχθεί όλα αυτά τα χρόνια στην χώρα μας. Καθώς η ρεμπέτικη μουσική αναπτύχθηκε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, καταγράφηκε η ποικιλομορφία στη μουσική και στους στίχους της. Για παράδειγμα, η Σμυρναίικη σχολή είχε έντονη επίδραση από την τούρκικη παραδοσιακή μουσική, ενώ η Πειραιώτικη σχολή είχε επιρροές από τη δυτική μουσική. Παράλληλα με τη μουσική της, η ρεμπέτικη κουλτούρα περιλαμβάνει επίσης τα ρούχα, τη διακόσμηση και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν από τους ρεμπέτες και της εποχής εκείνης. Αυτά τα αντικείμενα συχνά εκφράζουν την αυθεντικότητα και την αντίσταση των ρεμπετών, καθώς και τον πολιτισμό της κοινωνίας της εποχής τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το καπέλο του ρεμπέτη οργανοπαίκτη -το λεγόμενο καβουράκι- και το κομπολόι στο αριστερό ή δεξί χέρι, εφόσον δε συνοδεύεται από το παίξιμο κάποιου μουσικού οργάνου.
Σήμερα, η ρεμπέτικη μουσική αποτελεί ένα σύμβολο της ελληνικής μουσικής παράδοσης κι έχει αναγνωριστεί ως μέρος της άυλης παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO, ενώ μερικοί απ’ τους άξιους συνεχιστές του ρεμπέτικου τραγουδιού είναι οι: Αγάθωνας Ιακωβίδης, Φωτεινή Βελεσιώτου, Μαρινέλλα, Μπάμπης Τσέρτος, Μαριώ, Μαίρη Λίντα και Γλυκερία. Το ύφος αυτό επηρέασε πολλούς καλλιτέχνες σε διάφορες χώρες και συνεχίζει να εμπνέει νέους καλλιτέχνες κι ακροατές. Παρόλο που η ρεμπέτικη μουσική δημιουργήθηκε πριν από πολλά χρόνια, η σημασία της παραμένει επίκαιρη. Τα τραγούδια της αντιπροσωπεύουν τον αγώνα του ανθρώπου για ελευθερία κι ανεξαρτησία κι επισημαίνουν τη σημασία της παρέας και της αλληλεγγύης στις δύσκολες στιγμές. Η ρεμπέτικη μουσική είναι μια υπενθύμιση για το πώς οι ανθρώπινες αξίες κι οι αγώνες παραμένουν αναλλοίωτοι στο πέρασμα του χρόνου.
Αντί επιλόγου: Η ρεμπέτικη μουσική δεν είναι απλώς μια συλλογή τραγουδιών, αλλά αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη πολιτιστική και κοινωνική περίοδο στην ιστορία της Ελλάδας. Τα τραγούδια της αποτυπώνουν την καθημερινή ζωή, την ερωτική αγωνία, τον αποκλεισμό και την αντίσταση των ανθρώπων που τα δημιούργησαν. Η σημαντική θέση της ρεμπέτικης μουσικής στον ελληνικό πολιτισμό καθιστά σημαντικό τον ρόλο της στην ενίσχυση της συνοχής και της ταυτότητας της ελληνικής κοινωνίας. Είναι ωμή και γλυκιά, γοργή και στενάχωρη. Σε κάνει να θες να πιεις κρασί και να καπνίσεις. Να μιλήσεις με τον διπλανό σου ή να τραγουδήσετε παρέα. Σε κάνει να θυμάσαι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου