” Roxanne you don’t have to put on the red light those days are over, you don’t have to sell your body to the night”

 

Ήταν Οκτώβριος του 1977 όταν ο Gordon Matthew Thomas Summer, γνωστός στο μουσικό στερέωμα ως Sting, εμπνεύστηκε τους παραπάνω στίχους για το ομώνυμο τραγούδι του που αφηγούνταν τον έρωτα ενός νεαρού άντρα για μια όμορφη πόρνη ονόματι Ρωξάνη. Το τραγούδι αυτό έμελλε να γίνει μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του συγκροτήματος, αλλά κι ολόκληρης της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Ποια ήταν αλήθεια η Ρωξάνη και πώς ο Sting εμπνεύστηκε την ιστορία της;

Το φθινόπωρο λοιπόν του 1977 και συγκεκριμένα τον Οκτώβριο, ο Sting και η μπάντα του Police, είχαν βρεθεί στο Παρίσι για κάποιες ζωντανές εμφανίσεις. Τα οικονομικά της μπάντας δεν ήταν και τόσο ανθηρά ώστε να μπορούν να τους εξασφαλίσουν τη διαμονή τους σε κάποιο καλό ή έστω αξιοπρεπές κατάλυμα. Η μόνη λύση ήταν ένα φτηνό αλλά κακόφημο ξενοδοχείο σε μια γειτονιά του Παρισιού όπου ήταν ένα παζάρι του αγοραίου έρωτα. Κάθε βράδυ, οι ιέρειες του έρωτα περιφέρονταν στα γύρω στενά ψάχνοντας για υποψήφιους πελάτες. Σε κάποιο περίπατό του και κατά την επιστροφή του στο ξενοδοχείο (ο θρύλος θέλει τον Sting κατά λάθος να βρέθηκε στα στενά εκείνα μιας και είχε χάσει τον δρόμο του) παρατηρούσε τις κοπέλες που έναντι αμοιβής προσέφεραν τις υπηρεσίες τους. Τότε ήταν που σκέφτηκε πώς θα ένιωθε κανείς ερωτευμένος με μια τέτοια κοπέλα.

Πριν ακόμη φτάσει στο ξενοδοχείο, είχε αρχίσει να εμπνέεται τους στίχους. Μια φανταστική ιστορία ενός νεαρού άντρα που ερωτεύτηκε μια πόρνη και προσπαθούσε να την πείσει να σταματήσει να είναι σεξεργάτρια. Καθώς έκανε μοντάς τα κομμάτια της ιστορίας, συνειδητοποίησε πως η κοπέλα αυτή έπρεπε να έχει κι ένα όνομα. Όταν βρήκε τελικά το δρόμο κι έφτασε στο ξενοδοχείο, το μάτι του έπεσε σε ένα πόστερ κολλημένο σε έναν τοίχο που διαφήμιζε τη θεατρική παράσταση Cyrano de Bergerac. Στο πόστερ, απεικονίζονταν η Ρωξάνη, ξαδέρφη του ήρωα του έργου με την οποία ήταν ανεκπλήρωτα ερωτευμένος. Κι έτσι η ηρωίδα του τραγουδιού που μόλις γεννιόταν, απέκτησε το δικό της όνομα. Roxanne.

Το μουσικό αυτό κομμάτι, από την έμπνευση μέχρι την κυκλοφορία του, πέρασε πολλά στάδια και διακυμάνσεις. Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Μια μεταβατική περίοδος για τη βρετανική μουσική σκηνή. Το πάλαι ποτέ κραταιό πανκ αρχίζει να ξεφτίζει και μελωδίες πιο underground όπως το new wave γίνονται πιο δημοφιλείς στους μουσικόφιλους της εποχής. Ωστόσο ο Sting κάνοντας την ανατροπή, πρότεινε στα μέλη της μπάντας να το επενδύσουν με μια bossa nova μελωδία. Ο δε ντράμερ του συγκροτήματος Edmont Rostand το φαντάστηκε σαν ένα ταγκό, ώσπου στο τέλος ηχογραφήθηκε σε ρυθμούς μιας μελαγχολικής ρέγκε, όπου και ήταν η τελική του μορφή.

Το λανσάρισμά του στα charts όμως ήταν το πιο δύσκολό του στάδιο. Πρωτοηχογραφήθηκε τον Απρίλιο του 1978 σαν single ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους συμπεριελήφθηκε στον δίσκο τους Outlandos d’ Amour. Η αποδοχή του τραγουδιού από τις μουσικές λίστες δεν ήταν η αναμενόμενη. Η θέση του στα charts ήταν σχεδόν απελπιστικά χαμηλή. Σε αυτό, έπαιξε ρόλο και η αρνητική κριτική που άγγιξε τα όρια της λογοκρισίας από το δίκτυο του BBC που αρνήθηκε να το προβάλλει λόγω της θεματολογίας του. Ωστόσο η στάση αυτή του BBC ήταν αυτή που άλλαξε εντελώς την κατάσταση. Η δισκογραφική εταιρεία A&M Records προώθησε το άλμπουμ στα δισκοπωλεία με την ένδειξη “Banned by the BBC”. Το τραγούδι άρχισε να ανεβαίνει στις μουσικές λίστες κι έγινε η πρώτη μεγάλη επιτυχία των Police, όπου τους έκανε γνωστούς και στις ΗΠΑ.

Τι ν’ απέγινε άραγε η Roxanne; Να έσμιξε με τον άντρα που ήταν ερωτευμένος μαζί της; Να έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα; Το τέλος δεν το μάθαμε ποτέ. Κι ίσως και να μη χρειάζεται. Στο άκουσμα όμως του χαρακτηριστικού γέλωτα καθώς ξεκινάει το τραγούδι κι εκεί στα πρώτα ακόρντα, ξέρεις πως θα ακούσεις την ιστορία της Ρωξάνης. Μιας ιερόδουλης που κάποιος κάποτε ερωτεύτηκε στ’ αλήθεια.

 

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου