Πριν από περίπου 40 χρόνια, οι αδελφοί Κατσιμίχα μας συστήθηκαν με τον πρώτο τους δίσκο «Ζεστά Ποτά» (1985). Στον δίσκο αυτόν συμπεριλαμβανόταν και το «Μια βραδιά στο Λούκι», ένα βιωματικό τραγούδι που διηγείται τα αισθήματα που ένιωσε ένας νεαρός, όταν πέρασε από μπροστά του εκείνη η κοπέλα που έκανε την καρδιά του να σκιρτήσει από ενθουσιασμό ή ίσως κι από κεραυνοβόλο έρωτα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή κι ας μάθουμε τις λεπτομέρειες αυτής της τρυφερής ιστορίας.
Βρισκόμαστε λοιπόν κάπου στις αρχές του 1980, στο μπαρ Λούκι στο Κολωνάκι. Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως ένα καλλιτεχνικό στέκι, καθώς ήταν χώρος συνεύρεσης πολλών ανθρώπων των τεχνών, είτε ήδη φτασμένων είτε πρωτοεμφανιζόμενων που μόλις έκαναν τα βήματά στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Στους θαμώνες του μπαρ αυτού ανήκαν ο Χάρης Κατσιμίχας αλλά κι ο Νίκος Ζιώγαλας.
Ένα βράδυ και καθώς απολάμβαναν τα ποτά τους οι δύο νεαροί και άσημοι τότε τραγουδοποιοί, σε κάποιο διπλανό τραπέζι καθόταν με την παρέα της εκείνη. Ήταν η Ρενέ Στριμινέα· μια κοπέλα που δυστυχώς δε γνωρίζουμε πολλά για τη ζωή της, παρά μόνο ότι ασχολούταν με την υποκριτική. Όσοι όμως τη γνώριζαν είχαν να λένε πως επρόκειτο για μια κοπέλα που από τη φύση της ήταν αξιαγάπητη. Τόσο εξωτερικά όσο και σαν χαρακτήρας, είχε την ικανότητα να κερδίζει όσους τη γνώριζαν. Χαρακτηριστικά ήταν τα λόγια του στιχουργού Άγγελου Σφακιανάκη για τη Ρενέ, την οποία περιέγραφε σαν μια ξεχωριστή ύπαρξη που η χάρη, η γλυκύτητα κι η καλοσύνη της, τυλιγμένα με την ευγένειά της, ξεχείλιζαν και δε γινόταν να περάσουν απαρατήρητα.
Πάμε όμως πίσω στην ιστορία μας. Την είχαμε αφήσει εκεί που ο Χάρης κι ο Νίκος έπιναν το ποτό τους στο «Λούκι», σ’ ένα τραπέζι κοντά σ’ αυτό που καθόταν η Ρενέ με την παρέα της. Το μάτι του Χάρη έπεσε επάνω της και πραγματικά μαγνητίστηκε. Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από εκείνη. Ο Νίκος παρατήρησε πως ο Χάρης κάπου είχε σκαλώσει, αφού του μιλούσε κι αυτός δεν αποκρινόταν. Ούτε καν που τον άκουγε, όπως αντιλήφθηκε. Κάποια στιγμή, ο Νίκος κατάλαβε τον λόγο αυτής της περίεργης συμπεριφοράς του Χάρη. «Ο φίλος μου εγκρίνιαζε, ρε Χάρη σου μιλάω. Για πες μου, σε κοιτάει;» «Καθόλου, του απαντάω».
Το υπόλοιπο της βραδιάς εκτυλίχθηκε στο ίδιο μοτίβο. Ο Χάρης εξακολουθούσε να παρατηρεί την όμορφη αυτήν κοπέλα που τόσο πολύ του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον, ελπίζοντας πως κι αυτή θα του χαρίσει ένα βλέμμα. Είχε τον ευσεβή πόθο της ανταπόκρισής της στο κάλεσμά του. Κι από δίπλα ο Νίκος να συμπαραστέκεται στον κεραυνοβόλα ερωτοχτυπημένο φίλο του, όπως μπορούσε. Ώσπου η ώρα πέρασε κι οι δύο φίλοι αποφάσισαν να φύγουν από το πεδίο μάχης, αφού η πολιορκία της όμορφης Ρενέ -έστω και για ένα βλέμμα της- έληξε άδοξα για τον Χάρη.
Ωστόσο, τα συναισθήματα που γεννήθηκαν εκείνο το βράδυ δεν ήταν δυνατόν να μην εκφραστούν. Έπρεπε κάπου και με κάποιον τρόπο να διοχετευτεί αυτή η ενέργεια που του προκάλεσαν. Το επόμενο κιόλας πρωί, ο Χάρης χτυπούσε την πόρτα του Νίκου. Μαζί του είχε και μια κασέτα. Μέσα σε μόλις λίγες ώρες είχε γράψει το τραγούδι «Μια βραδιά στο Λούκι». Κι αυτή η μικρή, σύντομη και μονόπλευρη ιστορία του Χάρη Κατσιμίχα για τον κεραυνοβόλο αλλά ανεκπλήρωτο έρωτά του για την όμορφη Ρενέ, καταγράφηκε κι έμεινε στην ιστορία.
Η Ρενέ έφυγε από τη ζωή το 2015. Όπως προαναφέρθηκε, δεν ξέρουμε πολλά για την ίδια, όπως επίσης δε γνωρίζουμε αν έμαθε ποτέ πως το «Μια βραδιά στο Λούκι» γράφτηκε γι’ αυτήν. Κι αν το έμαθε πώς να ένιωσε άραγε; Όπως και να ‘χει ήταν η μούσα ενός διαχρονικού τραγουδιού, ωδή στον ανεκπλήρωτο έρωτα, το οποίο ακούγεται μέχρι και σήμερα, τόσες γενιές μετά. Και να σου πω και κάτι; Σίγουρα θα το άξιζε…
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Πακιακιό