Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν μπαίνουν σε μια σχέση έχουν σε κάθε γωνιά του μυαλού τους έναν «αερόσακο» ενθουσιασμού που ανοίγει και απελευθερώνει προσδοκίες και όνειρα. Το πρώτο διάστημα σε μια νέα σχέση είναι συνήθως ένα καραμελωμένο μονοπάτι εκπλήξεων μιας και οι εμπλεκόμενοι αρχίζουν να γνωρίζουν ο ένας τον άλλο και  να ανακαλύπτουν καθημερινά έναν νέο άνθρωπο. Φυσικό κι επόμενο είναι να αναπτύσσεται με τον καιρό οικειότητα, άνεση κι ο αρχικός ενθουσιασμός να δίνει τη θέση του σε στιγμές ρουτίνας.

Όσο όμως περνάει ο καιρός τόσο πιο πολύ εξελίσσεται μια ερωτική σχέση και η πρόοδος στηρίζεται κυρίως στις ασυνείδητες συμπεριφορές που τη διέπουν και από τις δύο μεριές. Καθένας που βρίσκεται καιρό σε σχέση αρχίζει και αφήνεται και ενεργεί ανάλογα με τα μέχρι τότε βιώματα και εμπειρίες του, με τις προσεγγίσεις, τις σκέψεις, τις πράξεις που έχουν άμεση σχέση με το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε καθώς και με τον τρόπο. Πολλές φορές αναρωτιόμαστε για τις «παραξενιές» και τις ιδιοτροπίες του συντρόφου μας χωρίς να αναλογιστούμε πως μιλάμε για ένα πρόσωπο που μεγάλωσε διαφορετικά από εμάς, σε διαφορετικό περιβάλλον, με διαφορετικές συνθήκες κι αντιλήψεις, οι οποίες ίσως ν’ απέχουν παρασάγγας απ’ ότι εμείς γνωρίσαμε.

Ο καιρός περνάει, είτε είναι καλό αυτό είτε απλώς ουδέτερο γεγονός, και καμιά φορά μαζί μ’ αυτόν περνάνε τα όνειρα, οι φιλοδοξίες, οι προσδοκίες μας στη σχέση και φτάνουμε πολλές φορές σ’ ένα σκάλωμα που μοιάζει με αδιέξοδο. Νιώθουμε περίεργα και συνειδητοποιούμε πως δεν αισθανόμαστε όπως κάποτε. Η σύγχυση «διαλύει» τις σκέψεις που άλλοτε κάναμε, αλλά το μόνο στοιχείο που έχουμε γι’αυτές είναι ότι δεν είναι θετικές. Συνειδητοποιούμε πως το «αδιέξοδο» μπορεί να μην έχει τρόπο διαφυγής. Κι όμως εμμένουμε σ’ αυτή τη σχέση, γιατί δεν είναι του χαρακτήρα μας να τα παρατάμε με την πρώτη δυσκολία. Δε σταματάμε να τρέχουμε με την πρώτη τρικλοποδιά που μπορεί να βάλουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας. Προχωράμε μαζί και μόνοι για κάτι που αρχίσαμε μαζί, αλλά μπορεί να τελειώσουμε μόνοι.

Το σκάλωμα γίνεται βαθύτερο και το αδιέξοδο ένας σκοτεινός λαβύρινθος όταν πια οι σχέσεις αρχίζουν και φθείρονται με το παραμικρό και δεν προσαρμόζονται στις εσωτερικές και εξωτερικές αλλαγές. Επιμένουμε να «βλέπουμε» πως η σχέση μας είναι η ίδια σχέση όπως τότε, στην αρχή. Αποζητάμε συνεχώς την ασφάλεια σε κάτι το οποίο φαινομενικά δεν προχωράει κυρίως μέσα μας και ενδεχομένως αντικατοπτρίζεται στον πυρήνα αυτής της σχέσης. Αυτή η ύπουλη «βολή» κι αίσθηση «ασφάλειας» τις πλείστες φορές μας κάνουν να παραβλέπουμε τα προβλήματα σχέσης που έμεινε στάσιμη σ’ έναν χρόνο κι ένα περιβάλλον που δεν υπάρχουν πια.

Βγάζοντας τις παρωπίδες του «βολέματος» συνειδητοποιούμε πως δεν είναι ποτέ κακό να διακόψει κανείς μια σχέση που έχει φθαρεί και που δεν μπορεί να προχωρήσει παρά τις προσπάθειες που μπορεί να καταβάλει το ζευγάρι. Το πρόβλημα θα ήταν να μην προσπαθούσαμε καν να συμβιβαστούμε, να κάνουμε αμοιβαίες υποχωρήσεις για κάτι τόσο όμορφο που αποτελεί συνάμα και κινητήριο δύναμη, όπως είναι ο έρωτας. Από τη στιγμή όμως που αυτός ο έρωτας δε μοιράζει χαμόγελα πια, δεν «καίει» το ίδιο δυνατά ή και περισσότερο, όπως κάποτε και το σημαντικότερο, δεν εξελίσσεται όπως καθετί σ’ αυτή τη ζωή, είναι καλύτερα να πετάξουμε τις κακόγουστες μάσκες των παντοτινά ερωτευμένων και να κοιτάξουμε κατάματα την ενδεχομένως ωμή πραγματικότητα και να εξελιχθούμε μέσα από αυτή. Δεν καταφέρνουμε τίποτα αν απλώς αρνούμαστε ν’ αποδεχτούμε πως ήρθε το τέλος μιας σχέσης και από τη στιγμή που έχουμε ήδη κάνει τα πάντα δεν ωφελεί να περιμένουμε μια σπίθα σωτηρίας απ’ το πουθενά. Ταλαιπωρούμαστε και ταλαιπωρούμε. Δε γίνεται να πάμε κόντρα στη φύση και στην εξέλιξη που τη χαρακτηρίζει, απλώς επειδή νιώσαμε «αγκαλιασμένοι» από το αίσθημα της συνήθειας, του γνώριμου, του γνωστού κι επειδή φοβόμαστε να προχωρήσουμε μόνοι.

Άλλωστε κι ο έρωτας ο ίδιος κρύβει μια πλάνη. Μας κάνει να ονειρευόμαστε, να συνεισφέρουμε και να επενδύουμε σε μια εναρκτήριο δύναμη όπως είναι ο ίδιος, αλλά ξέρουμε πολύ καλά πως η μοναξιά –τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος- αποτελεί τη μοναδική και πιο αυθεντική κάρτα επιβίβασης. Απλώς στο ενδιάμεσο μετράμε σταγόνες έρωτα και σχέσεων ως παρέα, κάτω από μια αβέβαιη πανσέληνο γεμάτη μύρια ψυχές που περιμένουν μάταια το βέβαιο, το άπιαστο. Ας μην εμμένουμε σε κάτι που έχει ήδη παραδώσει τη σκυτάλη του. Δεν είναι σωστό ούτε για εμάς ούτε για άλλους. Όσο αποκαρδιωτικό κι αν ακούγεται και δύσκολο μαζί, τόσο πιο ντόμπρο είναι όταν βρίσκει το τέρμα του. Κρατώντας στιγμές που χάθηκαν μαζί με τόσες άλλες, παραμένουμε άνθρωποι που έζησαν, έμαθαν, προχώρησαν κι εξελίχθηκαν σε μια αβέβαιη άβυσσο που το τέλος της σηματοδοτεί μια έναρξη. Κανένα τέλος λοιπόν δε στέκεται στο ύψος της έννοιας της λέξης. Καμία έννοια δεν αντιπροσωπεύει το ίδιο για όλους. Και κανένας δεν μπορεί να νιώσει για όλους. Πόσο μάλλον όταν όλοι μας αμφιταλαντευόμαστε σε διαφορετικά αναμμένη φωτιά, αβέβαια, με στάχτη που θυμίζει όλους μας.

Συντάκτης: Γιώργος Γκαρακλίδης
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.