Συνήθως τέτοια εποχή οι περισσότεροι από εμάς ψάχνουμε στα πάνω-πάνω ράφια να βρούμε τα κουτιά με τα στολίδια και τα μπαλάκια που είχαμε αφήσει από άλλες χρονιές για να στολίσουμε το -κατά τα άλλα «βαρυσήμαντο» για τα παγκόσμια έθιμα- δέντρο μας. Εντελώς επηρεασμένος από τα έθιμα, λοιπόν, μπήκα κι εγώ στη διαδικασία να ψάξω τα δικά μας στολίδια για ν’ αρχίσω σιγά-σιγά να στολίζω μιας και αρκετοί φίλοι, γνωστοί και γείτονες με είχαν ήδη προλάβει και τα μεσάνυχτα που συνήθως κάθομαι και γράφω ο δρόμος φωταγωγείται αποκλειστικά από τα γύρω σπίτια.
Ψάχνοντας, λοιπόν, δε βρήκα μόνο τα στολίδια αυτή τη φορά. Ας πούμε πως δεν έμεινα μόνο σ’ αυτά, αλλά σε αναμνήσεις ετών που σηματοδότησαν μια ολόκληρη γενιά. Τη δική μου γενιά. Ίσως να είχαν σημασία και για την προηγούμενη, αυτό δεν το ξέρω. Άρχισα να ξετυλίγω βιαστικά και γεμάτος περιέργεια αφίσες με γνωστές φυσιογνωμίες και ανθρώπους, τους οποίους κάποτε «προσκυνούσα». Long story short, μαζί με αφίσες διάσημων προ δεκαετίας ξετυλίγονταν αναμνήσεις μιας παιδικής κι εφηβικής ηλικίας που μόνο σε sony ericsson, nokia και φωτογραφίες nikon 2000 μπορεί κανείς να δει. Τη στιγμή εκείνη ένιωσα ένα ρεύμα να με διαπερνά.
Ξέρεις πόσο όμορφο και συνάμα «αποκαρδιωτικό» είναι να βλέπεις έναν εαυτό που δε θα ξανασυναντήσεις ποτέ, μια εκδοχή ενός άλλου ανθρώπου που κάποτε ήσουν εσύ, μία εντελώς διαφορετική αντίληψη κι έναν τρόπο σκέψης που έτυχε να διατυπώνεις γραπτώς σ’ ένα παιδικό ημερολόγιο με φωσφορούχα αυτοκόλλητα μιας άλλης εποχής που ό,τι και να γίνει δεν επανέρχεται. Νιώθεις τόσο περίεργα. Ένιωσα μια αλλεπάλληλη μετεμψύχωση, σαν να βγήκα νοερά από ένα σώμα παιδικό και να μπήκα σ’ ένα άλλο, ενός ενήλικα. Φοβάμαι ακόμα και τώρα που το αναφέρω. Ίσως να είμαι συναισθηματικά φορτισμένος και να το λέω όλο αυτό, αλλά μπορεί κάποιοι να με νιώσετε και να θυμηθείτε μια κατάσταση που κάποτε σας δημιούργησε παρόμοια συναισθήματα.
Βλέπω μπροστά μου αφίσες συγκροτημάτων που πλέον δεν υπάρχουν. Βρήκα αφίσες ανδρών και γυναικών, είδωλα της μουσικής, του κινηματογράφου, της βιομηχανίας του θεάματος γενικότερα να παίρνουν τη μορφή που είχαν μία δεκαετία πριν. Βρήκα τις τάπες που αντάλλαζα αδιαλείπτως με τους συμμαθητές μου πρωί-πρωί στο σχολείο με ένα σκοπό άγνωστο μέχρι σήμερα. Γιατί αντάλλαζα τάπες άραγε; Κάποιος, κάπου έξω, έπραττε το ίδιο και ίσως αυτός ο κάποιος να ήξερε και το λόγο που είχαμε πωρωθεί με αυτά τα πολύχρωμα δισκάκια.
Ανακαλύπτω άλμπουμ των hot wheels, από το οποίο λείπουν οι μισές κάρτες, καθώς επίσης και τα χρωματιστά βιβλιαράκια από τους μικρούς κυρίους και τις μικρές κυρίες στ’ αγγλικά. Ταυτόχρονα πέφτουν στα χέρια μου κι άλλα αναμνηστικά, όπως σχολικά λευκώματα με υπογραφές και μηνύματα που σήμερα αν τα βλέπανε οι συμμαθητές μου θα γελούσανε ή θα κλαίγανε -πάντως βάζω το χέρι μου στη φωτιά πως μια μελαγχολία θα τους έπιανε. Παράλληλα, ανάμεσα στις αφίσες, αυτό που εκπλήσσει είναι η τεράστια συλλογή από στρουμφάκια, κέρινες φιγούρες του Μπάρνι και των φίλων του, τεύχη του Μίκυ Μάους, βιβλία από το θαυμαστό κόσμο της φύσης, DVDs από τις Ανυπότακτες καρδιές με δωρεάν τρέιλερ από τα Τσικιτίτας, κάτι σκισμένα περιοδικά Σούπερ Κατερίνα κι άλλα τεύχη στα υπάρχοντά μου –που ακόμα κι εγώ αναρωτιέμαι πως βρέθηκαν εκεί. Όλα αυτά μαζί με αφίσες, αφίσες παντού. Από τότε που τις τοιχοκολλούσαμε στα δωμάτιά μας με blue tack και κάναμε σαν τρελοί για μία συνέντευξη των αγαπημένων μας προσώπων στα περιοδικά, γεγονός που έρχεται σε τρομερή αντίθεση με μία εποχή γεμάτη followers και post, με τα οποία γνωστοποιούν τι κάνουν, με ποιους είναι και τι καπνίζουν οι so-called stars, με αποτέλεσμα πλέον η λαχτάρα γι’ αυτούς να είναι τόσο χλιαρή που η ενασχόληση μαζί τους να ολοκληρώνεται μ’ ένα «άνοστο» διπλό κλικ.
Έντονο το συναίσθημα με όλο αυτό το όργιο αναμνήσεων να με «βομβαρδίζει», με αναμνήσεις μιας δεκαετίας που μου φαίνεται πως βαρέθηκε γρήγορα και εγκατέλειψε νωρίς μια ολόκληρη γενιά παιδιών κι εφήβων που δεν την εκτίμησαν όσο έπρεπε και την παραμελούσαν κατ’ επανάληψη βυθισμένοι στην ψευδαίσθηση της «μεγάλης» άνευ ορίων ζωής. Μήπως είναι γραμμένο στο γενετικό μας κώδικα να επιθυμούμε και να αποζητάμε αυτό που δεν έχουμε; Από μικροί έχουμε την τάση να παραμελούμε το παρόν χωρίς να μας ενδιαφέρει ότι σύντομα θα γίνει παρελθόν, ενώ μέχρι πρότινος ήταν το μέλλον για το οποίο παραμελούσαμε το παρελθόν.
Συχνά πυκνά νιώθω -και νιώθουμε- πως όλα είναι εφήμερα κι ενώ αποζητούμε συνεχώς αυτό το κάτι άλλο, την επόμενη στιγμή που είμαστε σίγουροι πως θα είναι καλύτερη από την παρούσα, κάθε επόμενη στιγμή γίνεται όλο και πιο ανούσια και άξια να ξεχαστεί. Δε βρίσκει κανείς το πάθος ούτε την τρέλα. Σχεδόν τα πάντα έχουν βυθιστεί στο πένθος μιας άλλης πραγματικότητας που είτε υπήρχε και δεν εκτιμήσαμε, είτε περιμένουμε να μας περιβάλλει δια μαγείας. Η μαγεία γι’ αυτή τη γενιά βρίσκεται πίσω από μία οθόνη και μπορεί εύκολα να διακοπεί μ’ ένα update, μία κόκκινη σήμανση για φόρτιση κι ένα block. Τίποτα δε θυμίζει εκείνη την «αγωνιώδη» ανέμελη, βιαστική γενιά της αφισοκόλλησης που «θύμωσε» με εμάς τους ανυπόμονους κι εξαφανίστηκε ως δια μαγείας.
…και στην άκρη του δέντρου, χαμηλά, έβαλα το παλιό μου τριγωνάκι για κάλαντα. Μόνο του. Το σιδεράκι του λείπει. Και δε νομίζω να το βρω και ποτέ…
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.